Μια φορά κι έναν καιρό…
Ο παππούς του τον κοίταζε αχόρταγα. Τον μελετούσε πάντα όταν έπαιζε κι έδινε σ’ αυτό όλη του την προσοχή και την αγάπη, σα να τον έβλεπε κάθε φορά για πρώτη φορά. Ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, που δεν είχε να κάνει μόνο με την αστεία σκηνή που αντίκριζε: ένας πιτσιρικάς με μια κατσαρόλα στο κεφάλι να στριφογυρίζει ένα κοντό ξύλο με πάθος κι επιδεξιότητα, ίδιος ο βασιλιάς Αρθούρος!
Του ήρθαν αμέσως στο μυαλό τα παιδικά του χρόνια. Όμως δεν έπεσε στην παγίδα. Ήταν πολύ προσεκτικός για να αφεθεί στη δίνη του παρελθόντος. Απλώς παρατήρησε για ακόμη μια φορά το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. Ο δικός του και του εγγονού του.
Όταν το παιχνίδι δεν κατάφερνε πια να απορροφήσει όλη την ενέργεια του μικρού, η μάχη σταμάτησε απότομα και η υπόσχεση μιας καινούργιας ανακάλυψης αναδύθηκε ξαφνικά σαν από το πουθενά, όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν.
… ήταν ένας νεαρός ιππότης …
«Παππού, υπάρχουν ιππότες σήμερα;»
Ο παππούς ξαφνιάστηκε. Δύσκολο ερώτημα. Ήξερε καλά πως για να απαντήσεις σωστά και απλά σε ένα μικρό παιδί, έπρεπε να γνωρίζεις ένα θέμα σε βάθος, να έχεις νιώσει την αλήθεια του, την ουσία του. Αλλιώς, ο μπαγάσας, θα σε έπαιρνε χαμπάρι! Άλλωστε, ήταν μια υπέροχη ευκαιρία να βρουν μαζί την απάντηση σε ένα σημαντικό ερώτημα που δεν θα έθετε ποτέ ένας μεγάλος. Προσπερνώντας τη θλίψη της τελευταίας σκέψης, του απάντησε.
«Χμμ… να ένα ωραίο ερώτημα που δεν ξέρω την απάντησή του. Θες να το ψάξουμε μαζί; Σε προειδοποιώ πως θα δυσκολευτούμε πολύ.»
«Αχ παππού, είμαι απλώς μικρός, όχι χαζός! Θα τα καταφέρουμε!»
«Χα χα χα», και η κοιλιά του παππού τραντάχτηκε για τα καλά από τα γέλια. «Τέλεια απάντηση μικρέ. Και τώρα πρόσεξέ με καλά…»
Και η περιπέτεια ξεκίνησε…
«Η λέξη “ιππότης” προέρχεται από τη λέξη “ίππος”, δηλαδή άλογο. Τα πολύ παλιά χρόνια γίνονταν πολλοί πόλεμοι και οι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί. Από τους πολεμιστές, ελάχιστοι είχαν άλογο. Αυτό τους έκανε να ξεχωρίζουν στις μάχες με τις πολλές τους νίκες και να αποκτούν φήμη. Έτσι τους ονόμασαν ιππότες».
«Μα παππού, σήμερα κανείς δεν καβαλάει άλογο στην πόλη μας, οπότε δεν υπάρχουν πια ιππότες…»
«Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Η απογοήτευση θολώνει τη σκέψη σου. Ας συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει. Στο άλογο. Και τι σημαίνει “άλογο”; Η λέξη βγαίνει από το α + λόγος, δηλαδή είναι αυτό που δεν μιλά, που δεν χρησιμοποιεί λέξεις, που δεν σκέπτεται, κι όμως είναι πολύ δυνατό. Είναι το ένστικτο. Αυτό που εμείς οι μεγάλοι λέμε “ασυνείδητο”. Οπότε: ιππότη δεν ονομάζουμε μόνο τον καβαλάρη που ελέγχει το άλογό του, αλλά, κατά μια έννοια, και τον άνθρωπο που ελέγχει τις βαθύτερες δυνάμεις του μυαλού του».
«Και το σπαθί του;»
«Το σπαθί του είναι η σκέψη του. Η σκέψη ορίζει, χωρίζει και περιορίζει, αλλά αυτό θα το καταλάβεις καλύτερα όταν μεγαλώσεις λιγάκι ακόμη. Αρκεί να θυμάσαι πως, όπως οι παλιοί φημισμένοι πολεμιστές έβγαζαν το σπαθί τους από τη θήκη μόνο όταν ήταν αληθινά απαραίτητο, έτσι κι ένας σημερινός ιππότης χρησιμοποιεί τη σκέψη του μόνο όταν πρέπει, στον φυσικό της χώρο, στα υλικά προβλήματα».
«Δηλαδή υπάρχουν και σήμερα ιππότες παππού! Γιούπιιιι!»
«Χα χα χα, το ήξερα πως θα χαρείς».
Κι ο χορός με την κατσαρόλα και το ξύλο ξεκίνησε πάλι με ακόμη περισσότερο κέφι.
… που με τη βοήθεια ενός φλογερού δράκου …
Ξαφνικά ο μικρός κοκάλωσε. «Κι ο δράκος που φυλάει το θησαυρό; Υπάρχει κι αυτός;»
Τα μάτια του παππού γυάλισαν και το στόμα του άνοιξε μια πιθαμή. Πριν προλάβει να απαντήσει, ο μικρός ρώτησε ξανά. «Τι σημαίνει δράκος παππού;»
«Χμμ… Βλέπω πως έμαθες κιόλας πώς να ξεκινάς μια σοβαρή έρευνα! Εγώ στην ηλικία σου δεν έλεγα καλά καλά το όνομά μου!» είπε ο παππούς και γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους. Δεν ήταν όμως αλήθεια. Ο πιτσιρίκος του έμοιαζε πάρα πολύ. Και στο μυαλό, και στην καρδιά.
«Δράκος, είναι αυτός που βλέπει πολύ καλά, καθαρά, με διαύγεια, δίχως μπερδέματα και σκοτούρες. Είναι η ματιά που καίει όλα όσα σε εμποδίζουν να κατανοήσεις. Γι’ αυτό και οι δράκοι των παραμυθιών βγάζουν φλόγες από το στόμα τους.»
«Αυτός, δηλαδή, είναι ο θησαυρός που βρίσκει ο ιππότης παππού;»
«Εεε… δεν το είχα ποτέ σκεφτεί έτσι… Έχεις δίκιο. Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από μια καθαρή ματιά, από ένα μυαλό που δεν είναι μπερδεμένο, σε σύγχυση».
«Και τι κοιτάζει καθαρά ο ιππότης παππού; Αυτές τις βαθύτερες δυνάμεις του μυαλού που μου είπες πριν; Αυτά είναι τα εμπόδια παππού;»
Κοίταξε τον μικρό έκπληκτος και δεν πίστευε ούτε στ’ αυτιά του, ούτε στα μάτια του! Του έμοιαζε τόσο πολύ… Κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε εδώ…
«Ναι, μικρέ μου φίλε. Οι δυνάμεις του παρελθόντος. Οι δυνάμεις της μνήμης. Της ψυχολογικής μνήμης, που είναι εμπόδιο για την κατανόηση».
… έσωσε έναν γηραιό πρίγκιπα.
«Ξέρω παππού. Ξέρω. Όπως όλα αυτά που θυμάσαι από τον πόλεμο παππού. Είναι συνέχεια στο μυαλό σου. Δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς τις νύχτες και σου κλέβουν τα χαμόγελα τις μέρες. Σε έχω δει πως κοιτάς το παράσημό σου παππού. Δεν θες να το βλέπεις… Πέτα το παράσημο παππού. Άφησε τις μνήμες να σβήσουν. Μην τις θρέφεις. Η αλήθεια είναι εδώ και τώρα, σε σένα και σε μένα κι όχι στο παρελθόν. Μην το κρατάς άλλο. Άφησε την αγάπη να γεννηθεί στην καρδιά σου, άφησε τον ιππότη, το άλογο, το δράκο και το θησαυρό να γίνουν όλα Ένα. Στο Τώρα είναι Ένα.»
Τα δάκρυα της κατανόησης ξέπλυναν τις πληγές και σιώπησαν το μυαλό. Ο μικρός έτρεξε αυθόρμητα στον παππού του κι έχασαν και οι δυο τους εαυτούς τους μέσα σε μια σφιχτή αγκαλιά όλο φως.