Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Η παρέα του Ήλιου

 Ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά...






            Μια φορά κι έναν καιρό, όταν όλα τ’ αστέρια χαμογελούσαν στον ουρανό, ζούσε ο Ερμής ο χορευτής. Ο μικρός Ερμής όλη τη μέρα χοροπηδούσε, τρέχοντας βιαστικά γύρω γύρω από τον Ήλιο. Ίδρωνε και ξεΐδρωνε, ζεσταινόταν και καιγόταν, και ησυχία δεν έβρισκε. Γιατί ο Ήλιος ήταν πάρα πολύ κοντά του κι έμοιαζε σα να ήθελε να τον αγκαλιάσει με τις γιγάντιες φλόγες του. Ο φόβος του ήταν μεγάλος, η ζέστη αφόρητη, κι έτσι πολύ σύντομα άρχισε να διαμαρτύρεται.

«Δεν πάει άλλο μ’ αυτόν τον ανόητο χορό, δεν αντέχω άλλο την κάψα του Ήλιου, πρέπει κάτι να κάνω», έλεγε όλο και πιο συχνά. «Πρέπει να βρω κάτι που να αξίζει πραγματικά, πρέπει να βρω την αγάπη!» έλεγε και ξανάλεγε κι ένοιωθε την καρδιά του όλο και πιο άδεια.

 Ένα πρωινό, πήρε την απόφασή του. Θα ξεκινούσε μία αναζήτηση. Την αναζήτηση της αγάπης. Από πού να ξεκινούσε; Δεν είχε ιδέα. Σίγουρα πάντως θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από τον Ήλιο. Βλέπετε, ο Ήλιος τον τραβούσε με τρομερή δύναμη καταπάνω του και μόνο ο τρελός του χορός τον έσωζε από την καταστροφή.

 

Η φίλη του η Αφροδίτη η κοκέτα περνούσε από κοντά του κοιτάζοντας, όπως πάντα, τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το ύφος της μαρτυρούσε την ικανοποίησή της.

«Ε, Αφροδίτη, ε, μ’ ακούς;» της φώναξε ο Έρμης.

«Δεν βλέπεις ότι είμαι απασχολημένη;» του απάντησε η Αφροδίτη με αυστηρή  φωνή.

«Χρειάζομαι βοήθεια. Πρέπει να ξεφύγω απ’ τον Ήλιο. Πρέπει να βρω την αγάπη!»

«Τρελάθηκες τελείως; Τι είναι αυτά που λες;»

«Μιλάω σοβαρά και θα το κάνω είτε με βοηθήσεις, είτε όχι.»

Η Αφροδίτη ανησύχησε πολύ. Ο Ερμής έμοιαζε αποφασισμένος. Τότε, της ήρθε μια ιδέα. «Γιατί δεν συμβουλεύεσαι τη Γη τη Σοφή; Βέβαια, κοιμάται εδώ και πολλά χρόνια, μα είναι η μόνη που μπορεί να σε βοηθήσει. Έχω την υποψία πως δεν θα στενοχωρηθεί που θα την ξυπνήσεις. Να, θα σου δώσω μια σπρωξιά και θα την φτάσεις αμέσως.»

Έτσι κι έγινε. Η Αφροδίτη έσπρωξε δυνατά τον Ερμή, κι εκείνος βρέθηκε μεμιάς δίπλα στην κοιμώμενη Γη. Καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται, κάτι σκίρτησε μέσα στην καρδιά της Αφροδίτης. Ένοιωσε με σιγουριά πως έπαιρνε μέρος σε κάτι αληθινά σημαντικό, κάτι πολύ πιο γνήσιο από αυτό που θαύμαζε όλη τη μέρα στον καθρέφτη της…

 

            Η Γη η Σοφή βρισκόταν σε λήθη. Μόνο που δεν ροχάλιζε δηλαδή, τόσο βαριά κοιμόταν! Ο Ερμής δίστασε, μα μόνο για μια στιγμή. «Ε, κυρία Γη, ξύπνα σε παρακαλώ, είναι πολύ σημαντικό». Η Γη σηκώθηκε με μια σπάνια ηρεμία. Στο κάτω κάτω της είχαν χαλάσει έναν ύπνο πολλών αιώνων και ο θυμός της θα ήταν δικαιολογημένος. Όμως δεν υπήρχε θυμός. Μόνο φροντίδα και καλοσύνη. «Μικρέ μου Ερμή, εσύ είσαι; Πως μεγάλωσες έτσι; Άσε με να σε καμαρώσω…»

«Αχ κυρία Γη δεν έχω χρόνο. Πρέπει να ξεφύγω από την δύναμη του Ήλιου. Πρέπει να πάω πολύ μακριά. Αναζητώ την αγάπη.»

«Ωωω, εσύ μεγάλωσες πάααρα πολύ τελικά! Ναι, θα σε βοηθήσω, αλλά πολύ λιγότερο απ’ όσο νομίζεις… Αλήθεια, πως έφτασες μέχρι εδώ;»

«Η Αφροδίτη μου έδωσε μία σπρωξιά και…» Τα μάτια του Ερμή ξαφνικά έλαμψαν και η Γη συμπλήρωσε: «Έτσι θα ταξιδέψεις. Θα συναντήσεις πολλούς συντρόφους στο ταξίδι σου. Αν τους κάνεις φίλους σου, θα θελήσουν να σε βοηθήσουν και να σε σπρώξουν πιο πέρα, ο καθένας στον επόμενο, ώσπου από μια απόσταση και μετά η δύναμη του Ήλιου θα εξασθενήσει τόσο πολύ που θα μπορείς να τη νικήσεις.» Και πριν ακόμη τελειώσει τη φράση της, του δίνει μια δυνατή σπρωξιά. «Επιτέλους, λίγη ζεστασιά στην καρδιά μου…» σκέφτηκε η Γη η Σοφή καθώς τον έβλεπε, λόγω της απόστασης, να γίνεται όλο και πιο μικρός.

 

            Έτσι ο Ερμής συνάντησε τον Άρη τον θυμωμένο. Ο Άρης ήταν συνέχεια θυμωμένος. Τα αυτιά του και τα ρουθούνια του έβγαζαν μόνιμα καπνούς και τα φρύδια του ήταν συνεχώς προς τα κάτω. Με το που είδε τον Ερμή του φώναξε άγρια και δυνατά: «Φύγε από δω αμέσως. Ποιος σε κάλεσε στον τόπο μου;»

Ο Ερμής φοβήθηκε πολύ στην αρχή, μα μετά ένοιωσε έντονα τη θλίψη πίσω από το θυμό του Άρη. Και τότε κατάλαβε. Δεν είχε πολύ χρόνο, κι έτσι του μίλησε πολύ πολύ ευγενικά, μέσα από την καρδιά του: «Ξέρω γιατί είσαι πάντα θυμωμένος. Σου έχει μπει η ιδέα, βαθιά μέσα στο μυαλό σου, πως κανείς δεν θέλει να γίνει φίλος σου, ενώ αυτό δεν είναι αλήθεια. Στην πραγματικότητα, η ιδέα αυτή, μαζί με τον θυμό που προκαλεί, διώχνει μακριά όλους σου τους φίλους. Ε, λοιπόν, εγώ θα γίνω φίλος σου, όσο και να θυμώνεις!»

Ο Άρης τα’ χασε! Χαμογέλασε πλατιά και γίναν φίλοι παντοτινοί, αφού μ’ έναν μαγικό τρόπο ο θυμός του έφυγε μια για πάντα. Αφού του εξήγησε ο Ερμής τι ήθελε να κάνει, ο Άρης, που δεν ήταν πια θυμωμένος, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον έσπρωξε τόσο δυνατά που παραλίγο να τον ρίξει πάνω στον Δία τον μπερδεμένο!

            

Ο Δίας, ο μπερδεμένος γίγαντας, ήταν τεράστιος κι επιβλητικός. Έμοιαζε πολύ παράξενος στα μάτια του Ερμή. Στην αρχή, ο Ερμής νόμιζε πως ήταν ιδέα του, μα σύντομα σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν. Μια έδειχνε χαρούμενος, μια λυπημένος, μια θυμωμένος, μια ευχαριστημένος. Σίγουρα πάντως δεν αισθανόταν πως κινδύνευε δίπλα του. 

«Με λένε Ερμή και σε επισκέπτομαι σαν φίλος…  μα…  τι σου συμβαίνει;»

Χωρίς δισταγμό, ο Δίας του εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά του:

«Δεν ξέρω ακριβώς, μα, να, μια μ’ αρέσει κάτι, μια δεν μ’ αρέσει. Μια θέλω κάτι, μια δεν το θέλω… Κι όσο πιο πολύ το σκέπτομαι, τόσο πιο πολύ μπερδεύομαι!»

«Κατάλαβα τι σου συμβαίνει» είπε ο Ερμής. «Σκέπτεσαι πάρα πολύ, γιατί δεν έχεις αγάπη στην καρδιά σου. Κι εγώ την αγάπη ψάχνω που όλα τα διορθώνει μαγικά, μα για να την βρω χρειάζομαι ένα γερό σπρώξιμο.»

«Όταν τη βρεις, να μου δώσεις κι εμένα λίγη» είπε ο Δίας, που δεν ήταν πια μπερδεμένος, και τον σπρώχνει δυνατά με τις χερούκλες του.

 

            Έτσι, συνάντησε τον Κρόνο, που έσπρωχνε με μανία το χρόνο. Του Κρόνου του άρεσαν πολύ τα χούλα χουπ. Τα γύριζε με δύναμη γύρω από τη μέση του, κι έτσι, μ’ έναν μαγικό τρόπο, έσπρωχνε τον χρόνο μπροστά! Ο Ερμής εντυπωσιασμένος του είπε το όνομά του και τον ρώτησε τι ακριβώς έκανε.

«Είμαι ο Κρόνος, ο κύριος του χρόνου. Εγώ σπρώχνω δυνατά το χρόνο μπροστά και μπορώ να διαβάσω με λεπτομέρειες όλο το παρελθόν. Ότι έχει συμβεί όλα τα παλιά τα χρόνια. Εγώ ξέρω τα πάντα. Πες μου τι ζητάς και θα στο δώσω.»

Ο Ερμής θαύμασε τη δύναμη, τη γνώση και τη γενναιοδωρία του Κρόνου, αλλά δεν μπορούσε να μην προσέξει την απέραντη θλίψη που κρυβόταν πίσω από τα μάτια του.

«Ξέρεις, ψάχνω κάτι που δεν μπορείς να μου δώσεις» του είπε με γαλήνιο ύφος.

«Ψάχνω την αγάπη. Η αγάπη δεν υπάρχει στον χρόνο, η αγάπη δεν υπάρχει στο παρελθόν, στη μνήμη, στα παλιά πράγματα. Η αγάπη είναι πάντα καινούργια, πάντα φρέσκια, ζωντανή…» 

Τα μάτια του παντοδύναμου Κρόνου έλαμψαν με κατανόηση κι ελπίδα. Όλη η θλίψη είχε χαθεί στη στιγμή!

«Θέλω μόνο να με σπρώξεις πιο πέρα, μήπως και την βρω.»

Κι ο Κρόνος, που δεν έσπρωχνε πια με μανία το χρόνο, έσπρωξε δυνατά τον Ερμή φωνάζοντάς του: «Όταν βρεις την αγάπη, μη με ξεχάσεις, δώσε μου κι εμένα λίγη.»

 

            Τότε συνάντησε τον Ουρανό, με τη μεγάλη φαντασία. Ο Ουρανός έπλαθε με το μυαλό του φανταστικές ιστορίες κι απέραντους κόσμους, που έμεναν όμως μονάχα στο νου του. Σκεπτόταν συνεχώς και δεν πρόσεχε ποτέ τι συνέβαινε γύρω του. Είδε απότομα τον Ερμή και ξαφνιάστηκε: «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε.

«Τώρα με είδες; Είμαι τόση ώρα εδώ και σε παρατηρώ. Με λένε Ερμή. Τι ακριβώς κάνεις;»

«Είμαι ο Ουρανός και πλάθω μια ιστορία» του απάντησε και την διηγήθηκε μονομιάς, με μια μόνο ανάσα! Ο Ερμής εντυπωσιάστηκε πολύ και τον ρώτησε: «Αφού φτιάχνεις τόσο όμορφές κι ατελείωτες ιστορίες, γιατί δεν χαμογελάς; Όση ώρα είμαστε μαζί δεν έχεις σκάσει ούτε ένα χαμόγελο.»

Ο Ουρανός έδειξε προβληματισμένος. «Δεν το είχα προσέξει. Η αλήθεια είναι πως δεν αισθάνομαι καλά εδώ και πολύ καιρό. Σαν να έχω ένα βάρος στην καρδιά μου…»

«Φταίει το ότι δεν έχεις αγάπη στην καρδιά σου Ουρανέ. Κι εγώ αυτήν ψάχνω. Μήπως μπορείς να με σπρώξεις παραέξω, εσύ που είσαι τόσο δυνατός; Η δύναμη του Ήλιου με τραβά ακόμη πίσω. Σου υπόσχομαι πως αν βρω την αγάπη, θα σου δώσω κι εσένα λίγη.»

Και ο Ουρανός, για πρώτη φορά στην ζωή του, έκανε κάτι χωρίς να το σκεφτεί. Έσπρωξε δυνατά τον Ερμή και του φώναξε : «Καλή τύχηηηη…»

 

            Έτσι έφτασε και στον Ποσειδώνα, που όλα τα μετρούσε.

«Γεια σας. Είμαι ο Ερμής». Ο Ποσειδώνας, με το που τον είδε, πήρε μια μεζούρα και μια ζυγαριά. «Για ανέβα στην ζυγαριά» του είπε σκεφτικός. Ο Ερμής απόρησε, μα ανέβηκε. «Χμμ… ναι. Ωραία. Για να δούμε τώρα και το ύψος, και το πλάτος, και το φάρδος…» κι άρχισε να τον μετρά με τη μεζούρα!

«Μα τι κάνεις;» ρώτησε ο Ερμής. 

«Είμαι ο Ποσειδώνας και σε μετράω.»

«Μα γιατί;»

«Για να σε γνωρίσω και να καταλάβω ποιος είσαι. Εγώ μετράω τους πάντες και τα πάντα. Έτσι τα κατανοώ.»

Τότε κατάλαβε ο Ερμής γιατί ο Ποσειδώνας του είχε φανεί από την πρώτη στιγμή μουτρωμένος και δυστυχισμένος. «Ναι, μα έτσι δεν θα γνωρίσεις ποτέ την αγάπη» του είπε. «Η αγάπη δεν μετριέται. Δεν είναι πολλή ή λίγη, μεγάλη ή μικρή, ψιλή ή κοντή, βαριά ή ελαφριά. Κι εγώ αυτήν ψάχνω. Η μόνη χάρη που θέλω να σου ζητήσω είναι ένα μικρό σπρώξιμο, μήπως και την βρω λίγο πιο πέρα από δω.»

Τα μάτια του Ποσειδώνα έλαμψαν για πρώτη φορά και δεν έμοιαζε πια δυστυχισμένος. «Φυσικά. Δώσε τα χαιρετίσματά μου στον Πλούτωνα». Κι ο Ποσειδώνας, που δεν μετρούσε πια, έσπρωξε με χάρη τον Ερμή στον πιο μακρινό σύντροφο της παρέας. Τον Πλούτωνα , τον πλούσιο.

 

            Ο Πλούτωνας ζούσε σε έναν τόπο πολύ μακριά από τον Ήλιο. Έναν τόπο παγερό και σκοτεινό.

«Γεια σου, με λένε Ερμή», είπε ο Ερμής τουρτουρίζοντας από το κρύο.

«Γεια σου και σε σένα. Είμαι ο Πλούτωνας ο πλούσιος. Τι κάνεις εδώ, μέσα στην παγωνιά; Έλα στην σπηλιά μου να ζεσταθείς.»

Ο Ερμής, σαν μπήκε στη σπηλιά, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Αμέτρητοι θησαυροί, διαμάντια και χρυσάφια, ρουμπίνια και σμαράγδια, δεν τα χόρταινε το μάτι σου.

«Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε ο Ερμής τον Πλούτωνα, κι εκείνος μίλησε με μία ψεύτικη περηφάνια, σαν κάτι να ήθελε να κρύψει…

«Αυτή είναι η δουλειά μου. Εγώ μαζεύω θησαυρούς. Όσο πιο πολύ μαζεύω, τόσο πιο ωραία αισθάνομαι.»

Ο Ερμής τον κοίταξε με φροντίδα και κατανόηση. Δεν τον εντυπωσίαζαν πια τόσο οι θησαυροί, όσο αυτό από το οποίο κρυβόταν ο Πλούτωνας. Κάτι ολοφάνερο, που μόνο εκείνος έκανε πως δεν το έβλεπε.

«Φίλε μου Πλούτωνα, μήπως νιώθεις μόνος; Μήπως γι’ αυτό μαζεύεις όλα αυτά τα γυαλιστερά αντικείμενα; Και φεύγει έτσι η μοναξιά;»

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Πλούτωνα, ο οποίος χωρίς δεύτερη σκέψη, αγκάλιασε σφιχτά το μικρό Ερμή.

«Εγώ ψάχνω την αγάπη» είπε ο Ερμής. «Μήπως μπορείς να μου δώσεις μια σπρωξιά; Έτσι θα ελευθερωθώ τελείως από τη δύναμη του Ήλιου και πετώντας μακριά, δεν μπορεί, θα την βρω!»

Ο Πλούτωνας δίστασε για λίγο και του είπε: «Μα είναι δυνατόν να βρεις την αγάπη, αυτό το υπέροχο θαύμα, στα τρομερά και παγερά σκοτάδια που υπάρχουν πιο πέρα; Καλέ μου φίλε, μπορεί να μην γνωρίζω την αγάπη, μα νιώθω σίγουρος ότι δεν θα τη βρεις εκεί. Αλήθεια… στην καρδιά σου έψαξες;»

Ο Ερμής ξαφνιάστηκε. Ήταν σίγουρος πως δεν είχε την αγάπη στην καρδιά του πριν ξεκινήσει το ταξίδι του, αλλά δεν είχε κοιτάξει εκεί από τότε. Και είδε πως ξεχείλιζε πια από αυτή! 

            Τότε κατάλαβε. Άπλωσε τα χέρια του ψηλά και άφησε τη δύναμη του Ήλιου να τον γυρίσει πίσω στη φυσική του θέση, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.

 

Σε όλο το δρόμο του γυρισμού, ο Ερμής χαιρετούσε τους νέους του φίλους καθώς τους αντίκριζε ξανά, ξεκινώντας απ’ τον τελευταίο:

«Γεια σου Πλούτωνα, που δεν μαζεύεις πια»

«Γεια σου Ποσειδώνα, που δεν μετράς πια»

«Γεια σου Ουρανέ, που δεν ζεις μέσα στις ιστορίες σου πια»

«Γεια σου Κρόνε, που δεν σπρώχνεις τον χρόνο πια»

«Γεια σου Δία, που δεν μπερδεύεσαι πια»

«Γεια σου Άρη, που δεν θυμώνεις πια»

«Γεια σου Γη, που δεν κοιμάσαι πια»

«Γεια σου Αφροδίτη, που δεν λατρεύεις τον εαυτό σου πια»

 Γεια σου εαυτέ μου, που δεν αναζητάς πια… 

            Ο Ερμής γύρισε στη θέση του, κοντά στον Ήλιο. Στον γνωστό του χορό. Τα βήματα ήταν ίδια, μα τώρα υπήρχε κέφι και χαρά. Ακόμη και το τσουρούφλισμα που ένιωθε του φαινόταν πιο ευχάριστο από ποτέ. Ίσως γιατί είχε γεννηθεί η αγάπη στην καρδιά του. Στην δικιά του και των φίλων του. Γιατί αποτελούσαν πια μια αγαπημένη παρέα, την παρέα του Ήλιου.

            Και ζήσαν αυτοί… καλύτερα!


Παναγιώτης Κωνσταντάκος

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Singularity

 

- Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι πολύ δύσκολες. Απαιτούν πολλές υποχωρήσεις και οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές. Η αρμονία μοιάζει σχεδόν ανέφικτη, ουτοπική.

- Πάλι μαλώσατε με το Γιάννη; 

- Μάγος είσαι;

- Βλέπω την απόγνωση στα μάτια σου. Την απόγνωση ενός ανθρώπου που η κάθε διορθωτική του κίνηση χειροτερεύει το μπέρδεμα αντί να το επιλύει. Κάνω λάθος;

- Δεν θα μπορούσες να το θέσεις καλύτερα. Νοιώθω εντελώς άχρηστη. Εντάξει, ο Γιάννης απέχει αρκετά απ’ το να χαρακτηριστεί τέρας διανόησης! Πέτα του μία μπάλα και θα είναι ευχαριστημένος για υπερβολικά πολλή ώρα. Αυτό μεταφέρει την ευθύνη σε μένα. Υπάρχουν τόσα πράγματα που πρέπει να διευθετηθούν, τόσα θέματα που πρέπει να ξεκαθαριστούν. Και μοιάζουν όλα τόσο μπερδεμένα… Οι επιθυμίες μας, τα ενδιαφέροντά μας, οι φιλοδοξίες μας, όλα είναι διαφορετικά… Και σαν να μην έφτανε αυτό, εδώ και αρκετό καιρό δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε για το πιο απλό θέμα. Ότι μπαίνει σε λόγια γίνεται καβγάς. Και μάλιστα τρικούβερτος. Αντίδραση στην αντίδραση. Έχω φτάσει στο σημείο κάθε φορά που τον βλέπω να θέλω να του επιτεθώ!

- Μέτα νιώθετε τύψεις, ζητάτε συγνώμη ο ένας στον άλλο, μέχρι την επόμενη συζήτηση όπου ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Μάλιστα, η μνήμη των προηγούμενων κάνει τον κάθε κύκλο χειρότερο. Συνήθως καταλήγετε να μαλώνετε για διαφορετικό θέμα από το οποίο ξεκινήσατε τη συζήτηση.

- Κώστα, μας έχεις βάλει κάμερες;! Είμαστε πια τόσο προβλέψιμοι;

- Οι μπερδεμένοι είναι πάρα πολλοί. Το μπέρδεμα, όμως, είναι ένα. Ο ίδιος πάντα μηχανισμός. Δεν ξέρω αν τα έχεις διερευνήσει ποτέ όλα αυτά.

- Είμαι όλη αυτιά.

- Δεν είναι τόσο απλό. Είσαι σίγουρη ότι θες να πάμε βαθιά σ΄ αυτό το θέμα; Αν ψάξουμε για παρηγοριά κι εκλογίκευση θα τα βρούμε. Δεν θα έχει όμως κανένα νόημα. Διαφορετικά, πρέπει να μοιραστούμε την ευθύνη της διερεύνησης.

- Ναι, ναι,  είμαι απολύτως σίγουρη.

- Ωραία. Θα περπατήσουμε μαζί στο μονοπάτι αυτό σαν δυο καλοί φίλοι που ενδιαφέρονται ειλικρινά ο ένας για τον άλλον. Μοιραζόμαστε την ευθύνη να μην μένουμε στα λόγια αλλά να βλέπουμε την αλήθεια με φροντίδα πίσω απ΄ αυτά. Ο ένας δίπλα στον άλλον, κανένας δεν θα καθοδηγεί, κάνεις δεν θα ακολουθεί.

- Μπράβο εισαγωγή! Έχεις όλη μου την προσοχή.

- Έχεις αναρωτηθεί ποτέ ποια είσαι; Τι είναι το Εγώ σου; Από τι αποτελείται;

- Από αυτά που θυμάμαι ότι είμαι υποθέτω.

- Το Εγώ είναι μνήμη. Βιολογική και φυλετική μνήμη που έχει κληρονομηθεί, και επίκτητη μνήμη που έχει δημιουργηθεί από εμπειρίες, από σχέσεις με ιδέες, πράγματα και ανθρώπους. Όλη η μνήμη-συνείδηση είναι αποτέλεσμα των σχέσεων. Είμαστε ότι έχουμε μαζέψει από τις σχέσεις μας, από την αμοιβάδα ως τώρα. Είμαστε το παρελθόν των σχέσεών μας. Είμαστε οι σχέσεις μας. Τώρα που κοιτάς τον εαυτό σου το βλέπεις αυτό;

- Μοιάζει σωστό…

- Δεν θέλω να μου πεις αν το κατάλαβες λογικά. Είπαμε, έχουμε την ευθύνη να μη μένουμε στα λόγια, σε μια επιφανειακή αντιμετώπιση του θέματος. Χρειάζεται όλη σου την ενέργεια, του νου και της καρδιάς. Το βλέπεις με διαύγεια;

- Ναι, είναι τόσο ξεκάθαρο που απορώ πως δεν το είχα δει μέχρι τώρα.

- Η σχέση σου με τον Γιάννη είναι πολύ σημαντική για σένα. Είσαστε μαζί πολλά χρόνια και έχετε περάσει πολλά. Όπως σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, τα άσχημα είναι τόσα πολλά, που τα ευχάριστα μοιάζουν με μικρά αλλά απαραίτητα διαλείμματα.

- Νόμιζα ότι αυτό ήταν μόνο δικό μας πρόβλημα. Δεν είχα αντιληφθεί ότι τους αφορούσε όλους…

- Ναι, ξέρω. Όλοι νομίζουν ότι είναι διαφορετικοί και μοναδικοί. Αυτό και μόνο αρκεί για να τους κάνει όλους ίδιους! Τέλος πάντων, η μνήμη σου που αφορά το παρελθόν του Γιάννη, πως έχει φερθεί, πως έχει μιλήσει, οι συνήθειές του, οι πράξεις του, είναι αναπόσπαστο κομμάτι σου. Η πανίσχυρη εικόνα, δηλαδή, που έχεις φτιάξει στο μυαλό σου γι’ αυτόν είναι σημαντικό κομμάτι του εαυτού σου, αφού είσαι οι μνήμες σου. Δεν το είδες πριν ξεκάθαρα αυτό; Τουλάχιστον έτσι ισχυρίστηκες.

- Ναι…

- Η επιθυμία, τώρα, είναι δράση επί της θύμησης, επί των αναμνήσεων, της μνήμης, το λέει και η ίδια η λέξη.

- Ναι, αλλά…

- Τι αλλά; Το βλέπεις ή όχι; Τώρα που κοιτάς τον εαυτό σου, βλέπεις καθαρά πως κάθε επιθυμία είναι παλιά, πως δεν μπορείς να επιθυμήσεις κάτι καινούργιο, αν δεν το κάνεις κομμάτι της μνήμης σου, δηλαδή παλιό, παρελθόν;

- Περίμενε, έχω λίγο σοκαριστεί, αρχίζω να δυσκολεύομαι να σε παρακολουθήσω. Αυτά που μου λες είναι σωστά. Ίσως επικίνδυνα σωστά… Γιατί νιώθω πως έχουν προεκτάσεις που δεν θέλω να δω.

- Ποιος δεν επιθυμεί να δει; Η μνήμη σου φοβάται να κοιταχτεί στον καθρέφτη της συζήτησης μας. Το μπέρδεμα φοβάται μήπως κι επιλυθεί. Είναι η αντίσταση της διαμόρφωσής σου.

- Ω Θεέ μου, έχεις δίκιο, είναι ολοφάνερο.

- Όταν δεν θες να βλέπεις τον Γιάννη, ποιος είναι αυτός που δεν επιθυμεί να τον βλέπει; Είσαι η σχέση σου με τον Γιάννη, η μνήμη της, η οποία επιθυμεί να μην είναι με τον Γιάννη, ενώ ανατροφοδοτείται από την ύπαρξή του. Είσαι η σχέση που επιθυμεί το οτιδήποτε αφορά τη σχέση, σαν να μην είσαι αυτή η ίδια. Είσαι η εικόνα του Γιάννη που απορρίπτει την εικόνα του Γιάννη! Και το ίδιο κάνει και αυτός με τη δική σου εικόνα. Μια αυτοτροφοδοτούμενη εσωτερική σύγκρουση, μια σπείρα η οποία δίνει την ψευδαίσθηση της ανθρώπινης σχέσης. Τουλάχιστον έτσι την αποκαλούν όλοι.

- Μα αυτό είναι παράλογο, μα και τόσο λογικό…

- Είναι αυτό που είμαστε όλοι: μια παραδοξότητα. Οι αστροφυσικοί την μελετούν στις μαύρες τρύπες, αντί να κοιταχτούν στον καθρέφτη των ανθρωπίνων σχέσεων! Η θέαση της και μόνο, η βαθιά κατανόησή της, δρα από μόνη της και την παύει. Σταματάει το ψυχολογικό μάζεμα, τον σχηματισμό εικόνων, αφήνει το παρελθόν να φύγει και μένει το θαύμα του παρόντος. Το θαύμα της ζωής. Της αγάπης.

- Δηλαδή, τι να κάνω;

- Τίποτα. Μέχρι τώρα έκανες. Τώρα κατανόησε βαθιά και δες τι θα γίνει. Παίξε μ’ αυτό δίχως προσπάθεια και δες. Μην ελπίζεις, μην επιθυμείς να δεις, μην θελήσεις τίποτα. Απλώς δες με αγνή πρόθεση, φυσικά και αυθόρμητα. Και κάπου εδώ τα λόγια τελειώνουν. Απλώς δεν μπορούν να μας πάνε πιο πέρα. Βλέπεις, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της φυγής από την αντίληψη της παραδοξότητάς μας…


Παναγιώτης Κωνσταντάκος

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

True Meditation


 

Αφήνει τα μάτια του να κλείσουν. Η προσοχή του απλώνεται ελεύθερα στο περιβάλλον δίχως καμία προσπάθεια. Φυσικά και αυθόρμητα, χωρίς επιθυμία ελέγχου. Χωρίς οποιαδήποτε επιθυμία… Τελικά, ποιος είναι αυτός που επιθυμεί; Η ερώτηση ξεπήδησε μέσα από το κενό, δίχως να ζητά απάντηση. Δίχως να απαιτεί εξηγήσεις και συμπεράσματα. Υπήρχε ελευθερία απ’ την αρχή.

Η αίσθηση του περιβάλλοντός του ήταν έντονη. Η σκέψη-λέξη «περιβάλλον» έκανε μερικές στροφές μέσα στο νου του. Και ακολούθησε κολλητά ακόμη μία: Η ύπαρξη της λέξης αυτής τον διαχώριζε από το Όλο. «Περιβάλλον» σημαίνει «το περιβάλλον κι εγώ». Αυτή η δεύτερη σκέψη ανακάλυπτε πως η πρώτη τον απομάκρυνε από την αλήθεια. Μία σκανδάλη πατήθηκε. Και τότε απλώς είδε. Αντιλήφθηκε. Το οικοδόμημα του Εγώ. Πλασμένο από λέξεις και σκέψεις που σαν λεπίδες έκοβαν,  περιόριζαν και καθόριζαν υποδείγματα προς ταύτιση, το ένα δίπλα και πάνω απ’ το άλλο, σε τριβή και σύγκρουση, σωσίβια ασφάλειας σε έναν ωκεανό φόβου που η ίδια η ύπαρξή τους δημιουργούσε. Μία ανατροφοδοτούμενη δίνη προσκολλημένων εικόνων κι ακατάσχετων επιθυμιών (=δράση επί της θύμησης των εικόνων) που χτυπούσαν και πίεζαν η μία την άλλη. Μια ατελείωτη φυγή που ήταν η ίδια η ρίζα του φόβου που τον κινούσε. Ήταν το παρελθόν.  Ήταν η θετική του δράση. Ήταν το οικοδόμημα του νου του. Ήταν ο εαυτός του…

Η κατανόηση ήταν στιγμιαία. Ίσως αιώνια. Τι σημασία είχε άλλωστε; Ήταν η μόνη κίνηση έξω από αυτή την ίδια τη σπείρα του μυαλού. Άρνηση. Τελικά ποιος παρατηρούσε; Ποιος δεν επιθυμούσε πια; Ήταν στα όρια του νου του. Στα όρια της γνώσης και της μνήμης του παρελθόντος που ήταν ο ίδιος. Και σε μία στιγμή δεν ήταν πια. Όλα ήταν λέξεις που χάνονταν. Και η μαγεία της αλήθειας και της αγάπης πλημμύρισαν τα πάντα, όταν χάθηκαν και οι ίδιες οι λέξεις «αλήθεια» και «αγάπη».

Ήταν ένα δώρο.

Ήταν το παν.

Ήταν τίποτα.

….τίποτα……..τίποτ……..τίπο……..τιπ……..τι……..τ…….. . . .   .   .   .     .        .



Παναγιώτης Κωνσταντάκος 

Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Το Έπος Της Αφροσύνης

Το παραμύθι αυτό είναι αφιερωμένο σε όσους έχουν, ακόμη, καρδιά μικρού παιδιού...



Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι άνεμοι χόρευαν με τις θάλασσες στη γη, ζούσε ο Πλιφ το κυματάκι. Όλα ξεκίνησαν όταν μια κυματομαμά, με τη χαριτωμένη αφηρημάδα της, σκόνταψε πάνω σε έναν απρόσεκτο κυματομπαμπά και… πλιφ, γεννήθηκε ο Πλιφ! Αυτή ήταν η αρχή μιας θρυλικής ιστορίας, που τραγουδούν μέχρι τις μέρες μας τα τρεχούμενα νερά όλης της γης. Τα κατορθώματα του μικρού μας φίλου έμειναν αξέχαστα στη μνήμη των νερών, και αν κάνετε πολύ πολύ ησυχία όταν η βρύση της κουζίνας σας στάζει τη νύχτα, ίσως ακούσετε τις σταγονίτσες να φωνάζουν ακόμη το όνομά του: Πλιφ, Πλιφ, Πλιφ!

Ο μικρός Πλιφ έζησε σε μια πολύ δύσκολη εποχή. Τα κύματα όλου του κόσμου είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ έξυπνα και να καταλαβαίνουν ότι το ένα ήταν διαφορετικό από το άλλο. «Κοίτα τι όμορφο αφρό έχω», άκουγες συχνά να λένε, «πιο ωραίο απ’ τον δικό σου!» Ήταν αλήθεια ότι ο αφρός του καθενός ήταν μοναδικός και είχε τη δική του χάρη. Άλλος ήταν πιο ψηλός, άλλος πιο φαρδύς. Άλλος ήταν πιο λευκός, άλλος πιο γαλάζιος. Άλλος πιο χαμογελαστός και άλλος πιο φασαριόζος. Έτσι τα κύματα, μικρά και μεγάλα, άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους. Και οι τσακωμοί γίνονταν όλο και χειρότεροι, όσο περισσότερο σύγκρινε ο καθένας τον εαυτό του με κάποιον άλλο. Οι πιο λογικοί προσπαθούσαν να πείσουν ότι όλοι πρέπει να σέβονται τη διαφορετικότητα του διπλανού τους, όμως ακόμη και αυτοί κατέληγαν να νοιάζονται μόνο για τον δικό τους αφρό όταν δυσκόλευαν τα πράγματα. Έτσι όλοι μάλωναν με όλους, κι όλοι πίστευαν πως είναι φυσιολογικό…

Ο μόνος που προβληματιζόταν σοβαρά με αυτή την κατάσταση ήταν ο μικρός Πλιφ. Είχε μάθει απ’ τον δάσκαλό του στο σχολείο ότι όλα τα κύματα είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αφού το καθένα έχει το δικό του αφρό, κι αυτό ήταν κάτι που το έβλεπαν όλοι. «Ο αφρός του καθένα είναι μοναδικός. Έτσι, μικρά μου κυματάκια, το καθένα σας είναι διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Και πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τη διαφορετικότητα του άλλου», τους έλεγε κάθε μέρα με ευγένεια ο κύριος Γουέιβ, ο καλός τους δάσκαλος. Μα ο Πλιφ ήταν πάντα ανήσυχος σ’ αυτό το σημείο. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ένιωθε βαθιά μέσα στην καρδιά του ότι αυτό που έβλεπαν τα μάτια του δεν ήταν τελείως σωστό. Ένιωθε πως υπήρχε κάτι πολύ σημαντικό, ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, που ήταν κρυμμένο. Ή που, από κάποιο λάθος που είχε γίνει, είχαν μάθει να μην το βλέπουν… 

«Κύριε Γουέιβ, να σας ρωτήσω κάτι;» είπε μια μέρα ο Πλιφ διστακτικά, όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. 

«Ότι θες γλυκό μου κυματάκι» είπε χαμογελαστά ο κύριος Γουέιβ. 

«Κύριε, είμαστε πράγματι διαφορετικοί; Θέλω να πω πως, εντάξει, ο καθένας έχει τον δικό του αφρό, αυτό είναι φανερό, αλλά αυτό οδηγεί ακόμη και τους πιο ήσυχους από μας σε ατελείωτες συγκρούσεις και τσακωμούς. Αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό. Μήπως κάπου κάνουμε κάποιο μεγάλο λάθος; Μήπως υπάρχει κάτι που μας ενώνει όλους και δεν μπορούμε να το δούμε ή να το κατανοήσουμε;» 

Ο δάσκαλος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε ποτέ πως ένα μικρό κυματάκι σαν τον Πλιφ θα κατάφερνε να βάλει σε λόγια τις πιο βαθιές του ανησυχίες. Γιατί φοβόταν πως, αργά ή γρήγορα, οι ατελείωτοι καβγάδες θα κατέληγαν σε πόλεμο. Πολύ μεγάλο πόλεμο. «Δεν ξέρω Πλιφ…» είπε ο κύριος Γουέιβ χαμηλώνοντας τα μάτια με θλιμμένο ύφος. Ήταν το πιο αληθινό «δεν ξέρω» που είχε ακούσει ο Πλιφ σε όλη του τη ζωή. Και ήταν το καλύτερο ξεκίνημα για μια μεγάλη αναζήτηση. 

«Όμως ξέρω κάποιον που μπορεί να μας πει» είπε απότομα ο κύριος Γουέιβ και ο Πλιφ αναθάρρησε. «Αν κάποιος γνωρίζει, αυτός είναι ο Σοφός Βράχος.»

«Και που θα τον βρω;»

«Πρέπει να κάνεις μεγάλο ταξίδι Πλιφ. Πρέπει να κινηθείς ανατολικά για πολλές μέρες και νύχτες, και αν επιμείνεις, σίγουρα θα τον συναντήσεις.»

Ο μικρός Πλιφ άφρισε ζωηρά από την χαρά του όταν άκουσε για μεγάλο ταξίδι. Πίστευε πάντοτε πως για να ανακαλύψεις κάτι πολύ σημαντικό πρέπει να πας πάρα πολύ μακριά. Βλέπετε, δεν είχε καταλάβει ακόμη πως αυτό δεν ήταν σωστό.

Την επόμενη κιόλας μέρα, ξεκίνησε την αναζήτησή του. Μετά από πολλές μέρες πορείας προς την ανατολή, με τον άνεμο να μην είναι πάντοτε φιλικός, άρχισε να χάνει το κουράγιο του. «Δεν θα τα καταφέρω», έλεγε και ξανάλεγε. «Πρέπει να τα καταφέρω», πείσμωνε και ξαναπείσμωνε. Ώσπου ένα ξημέρωμα, εκεί που ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, βλέπει έναν τεράστιο όγκο να του κρύβει τον ήλιο.

«Σοφέ Βράχε!», φώναξε αφρίζοντας με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει. 

«Ποιος με ζητά;» του απάντησε η πιο βαριά φωνή που είχε ποτέ του ακούσει.

«Με λένε Πλιφ. Είμαι ένα μικρό κυματάκι με μια μεγάλη ερώτηση!»

«Μ’ αρέσει το θάρρος σου μικρέ! Η καρδιά σου είναι αγνή και δυνατή. Αν από εκεί έρχεται η ερώτησή σου, σε ακούω.»

Ο Πλιφ ένιωσε να πλημμυρίζει με ζεστασιά. Ο φόβος του χάθηκε και άφρισε δυνατά: «Εμείς τα κύματα ετοιμαζόμαστε για μεγάλο πόλεμο. Το κάθε κύμα κοιτάζει το δικό του αφρό και μαλώνει με όλα τα υπόλοιπα. Μας χωρίζουν οι αφροί μας. Όμως αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε. Υπάρχει κάτι άλλο που να μας ενώνει και δεν μπορούμε να το δούμε; Δεν μπορεί να μην υπάρχει…»

Ο Σοφός Βράχος σώπασε. Αν ο μικρός Πλιφ δεν ήταν τόσο κουρασμένος, ίσως να ένιωθε το πλατύ χαμόγελο του Βράχου. Πάντως η σιωπή του φάνηκε ατελείωτη. 

«Σοφέ Βράχε, θα μου απαντήσεις;» 

Κι εκείνος απάντησε τελικά, μα η φωνή του δεν έμοιαζε και τόσο πειστική. «Ο άνεμος βουίζει δυνατά γύρω μου. Δεν μπορώ να σε ακούσω καλά. Έλα πιο κοντά.» 

«Εδώ καλά είμαι;»

«Όχι, πολύ πιο κοντά…»

Ο Πλιφ πήρε φόρα, μα δεν υπολόγισε καλά τον δυνατό άνεμο. Μόνο την τελευταία στιγμή κατάλαβε πως δεν μπορούσε να σταματήσει εγκαίρως και… πλιφ, έπεσε με δύναμη πάνω στον πελώριο Βράχο! 

Για μια μόνο στιγμή βυθίστηκε προς τα κάτω και χάθηκε. Και αυτή η μοναδική στιγμή ήταν αρκετή. Έγινε Ένα με την τεράστια θάλασσα, ένιωσε έντονα το ίδιο το νερό και τις γιγάντιες δυνάμεις του. Αυτές που δημιουργούσαν όλα τα κύματα και τους ασήμαντους αφρούς τους. Όλοι τους ήταν η θάλασσα, όλοι πάντοτε ήταν νερό, μα δεν μπορούσαν να το δουν, να το νιώσουν. Ήταν σα να κοιμούνταν και να έβλεπαν εφιάλτη. Μα αυτός ήταν πια ξύπνιος. Αναδύθηκε, μια στιγμή αργότερα, σα να ξαναγεννιόταν. Το τέχνασμα του Σοφού Βράχου είχε πετύχει! Του έδειξε αυτά που δεν θα μπορούσε ποτέ να του πει. Γιατί δεν υπήρχαν λέξεις για να τα περιγράψουν.

Με την τελευταία σκέψη στο νου του, ο Πλιφ ευχαρίστησε σιωπηλά το Σοφό βράχο κι αποχαιρετίστηκαν. Μπορεί να μην τον ξανάβλεπε ποτέ, μα δεν στενοχωριόταν. Τους ένωνε πια η ανακάλυψη της αλήθειας. Όμως… σε όλο το δρόμο του γυρισμού, το καινούργιο  πρόβλημα που είχε προκύψει δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Πως θα εξηγούσε τα θαυμάσια πράγματα που ανακάλυψε; Ο Σοφός Βράχος του απέδειξε πως δεν μπορεί να μεταδοθεί με αφρισμένα λόγια η ουσία του νερού και η απεραντοσύνη της θάλασσας που τους ενώνει. Πως θα τους έδειχνε ότι στο βάθος τους είναι όλοι ένα; Τα κύματα ζούσαν μόνο στην επιφάνεια και είχαν πειστεί πως αυτό ήταν όλο. Κανείς δεν θα του έδινε σημασία. Κανείς δεν θα καταλάβαινε όπως εκείνος. Το πρόβλημα έμοιαζε τρομακτικό, και ο μεγάλος πόλεμος σχεδόν σίγουρος. Και ξαφνικά κατάλαβε το λάθος του. Σκεπτόταν όπως πριν! Χρησιμοποιούσε πάλι μόνο τον αφρό που χωρίζει. Έπεφτε συνεχώς στην ίδια παγίδα.

Άφησε τον αφρό του να ησυχάσει. Ένιωσε μέσα στην καρδιά του από νερό όλους του τους φίλους, τους γνωστούς του, ακόμη και τους αγνώστους! Είχαν όλοι το ίδιο πρόβλημα. Ήταν όλοι μπερδεμένοι. Δεν έβλεπαν καθαρά. Η καρδιά του γέμισε με απέραντη αγάπη και συμπόνια για όλα τα κύματα του κόσμου. Και η αγάπη του έγινε τόσο μεγάλη, τόσο απέραντη και δυνατή, που συνέβη ένα θαύμα: Η θάλασσα, η ατελείωτη και παντοδύναμη θάλασσα, τον άκουσε! Ένιωσε για πρώτη φορά πως το μικρό αυτό πρόβλημα στην επιφάνειά της ήταν σημαντικό κι έπρεπε να λυθεί. Κι έκανε κάτι απίστευτο. Για μια μόνο στιγμή έμεινε ακίνητη, σταμάτησε τις τρομακτικές δυνάμεις του νερού που σπρώχνουν τα κύματα και… ΠΛΙΦΦΦ, τα περισσότερα κύματα βυθίστηκαν στιγμιαία στο νερό και ξαναγεννήθηκαν με κατανόηση, όπως ο μικρός μας φίλος.

Μέσα σε μία μόνο στιγμή, η θάλασσα, από ορίζοντα σε ορίζοντα, πλημμύρισε από τόση αγάπη και καλοσύνη που δίπλα στο Σοφό Βράχο, βαθιά μέσα στο νερό, γεννήθηκε η πρώτη αμοιβάδα στη Γη. Έτσι, χάρη στην αναζήτηση του Πλιφ, μετά από πάρα πολύ καιρό, ξεκίνησαν να κολυμπούν στη θάλασσα και να περπατούν στη στεριά τα πρώτα ζωντανά πλάσματα. Όταν έγιναν αρκετά έξυπνα, άρχισαν με τη σειρά τους να πιστεύουν ότι είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Και για ακόμα μια φορά, οι τσακωμοί δεν είχαν τελειωμό…

Ευτυχώς, κάποια πολύ λίγα από αυτά, με κάποιο μαγικό τρόπο νιώθουν  βαθιά μέσα στην καρδιά τους ευγνωμοσύνη για τον φίλο μας. Για τη δημιουργία τους, αλλά και για την ελπίδα, χάρη σε κάποιο κρυμμένο μυστικό, να ζήσουν κάποτε ειρηνικά, με αγάπη κι ευτυχία. Γι’ αυτό τα πιτσιρίκια τους τρελαίνονται, χωρίς να καλοκαταλαβαίνουν τι κάνουν, να πλατσουρίζουν τα πόδια τους όταν βρίσκουν λακουβίτσες με νερό τις βροχερές μέρες, και να ακούγεται παντού: Πλιφ, Πλιφ, Πλιφ, Πλιφ!

           Και τα τρεχούμενα νερά τραγουδούν ακόμη, δίχως σταματημό, το μυστικό της ενότητας, το  κλειδί για την πόρτα πέρα από την αφροσύνη… 


Παναγιώτης Κωνσταντάκος

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Από κει που είσαι 7._


Ξεκίνα από κει που είσαι…

 

            Ζω στο Τώρα. Κοιτάζω γύρω μου. Βλέπω μορφές. Ζωντανές και μη. Υλικές.

 Χμμ… Τι είναι η μορφή;

 

         Μορφή είναι η έκφραση του παρελθόντος στο παρόν. Η ενέργεια υφίσταται στο παρόν, η διαμόρφωσή της στο παρελθόν (μορφογενετικά πεδία, μνήμη). Έτσι το παρελθόν «τρέφεται» από το παρόν. Συντηρείται. Αλλά και μεταβάλλεται. Τροποποιείται. Αναπαράγεται «διορθωμένο» (κι όμως, το παρελθόν αλλάζει!).

 

         Αφού βρίσκομαι στο παρόν, γιατί βλέπω μόνο μορφές κι όχι ελεύθερη ενέργεια; Γιατί δεν βλέπω απλά. Αναγνωρίζω. Συγκρίνω αυτόματα αυτό που κοιτάζω με ένα πρότυπο που έχω στη μνήμη μου. Στο Εγώ μου. Κι όταν συγκρίνω κάθε τι που κοιτάζω με ένα πρότυπο, το σημαντικό είναι το πρότυπο! Η επιβεβαίωσή του, η συντήρησή του, η τροποποίησή του, η βελτίωσή του για να μπορεί να συνεχίσει… να συγκρίνεται αποτελεσματικά με τις νέες θεάσεις… και να τρέφεται από αυτές!

            

Οπότε δεν ζω στο παρόν! Ζω στο παρελθόν. Είμαι το παρελθόν! Είμαι… ένα πλοκάμι του (το Εγώ). Είμαι το αισθητήριό του στο παρόν…

Και νιώθω πως το παρόν… με κάποιο ακατανόητο τρόπο… με καλεί… να πάω μαζί του… να γίνω το δικό του αισθητήριο στο παρελθόν! Να συμβάλω στην ισορροπία.  Ένα αληθινό Κάλεσμα.

 

Πως; Μια ερώτηση από το παρελθόν… Η μνήμη πάντα λειτουργεί με μέθοδο, με πρόγραμμα. Ας συνεργαστώ μαζί της. Ας πάω με τα νερά της. Άλλωστε είμαι αυτή, και ξεκινάω από κει που είμαι.

 

           Αν δεν αναγνωρίζω; Μπορώ να κοιτάζω χωρίς να αναγνωρίζω; Να βλέπω τα πάντα σαν για πρώτη φορά; Δίχως πρότυπα, δίχως μνήμη, δίχως λέξεις; Να δω μια καρέκλα δίχως τη λέξη «καρέκλα»; Ίσως. Εσένα δίχως το όνομά σου και τις μνήμες που έχω για σένα; Χμμ… Δυσκολεύει το θέμα… Τον εργοδότη μου, σα να τον βλέπω για πρώτη φορά; Αδύνατο! Τον εαυτό μου, σα να υλοποιήθηκα μόλις τώρα; Πιο αδύνατο κι απ’ το αδύνατο θα μου πεις!

 

            Όταν κρίνω κάτι ως εύκολο ή δύσκολο ή αδύνατο, συγκρίνω πάλι με ένα πρότυπό μου. Ας σταματήσω να το κάνω. Όχι με απόφασή μου, αλλά με το αναπόφευκτο σταμάτημα που επιφέρει η επίγνωση του πως λειτουργεί η δομή!

 

            Άλλωστε, με τα εύκολα έχουμε τελειώσει εδώ και καιρό. Είδαμε και νιώσαμε το αδιέξοδο που μας οδήγησαν. Απαραίτητο ίσως για να γίνει η ανάγκη η καλύτερή σου φίλη. Η ανάγκη για κάτι αληθινά καινούργιο. Η ανάγκη να γίνει απλά και άμεσα αυτό που, έξω απ΄το αδιέξοδο (ή έξω απ’ την επίγνωσή του) αποκαλούσες αβίαστα δύσκολο…

 

             Πρόσκληση και πρόκληση καλέ(-η) μου φίλε(-η).

             Κοίτα γύρω σου: Ιδού η Ρόδος…



Παναγιώτης Κωνσταντάκος

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Το Άγιο Δισκοπότηρο



Μια φορά κι έναν καιρό…

            Ο παππούς του τον κοίταζε αχόρταγα. Τον μελετούσε πάντα όταν έπαιζε κι έδινε σ’ αυτό όλη του την προσοχή και την αγάπη, σα να τον έβλεπε κάθε φορά για πρώτη φορά. Ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, που δεν είχε να κάνει μόνο με την αστεία σκηνή που αντίκριζε: ένας πιτσιρικάς με μια κατσαρόλα στο κεφάλι να στριφογυρίζει ένα κοντό ξύλο με πάθος κι επιδεξιότητα, ίδιος ο βασιλιάς Αρθούρος!

           Του ήρθαν αμέσως στο μυαλό τα παιδικά του χρόνια. Όμως δεν έπεσε στην παγίδα. Ήταν πολύ προσεκτικός για να αφεθεί στη δίνη του παρελθόντος. Απλώς παρατήρησε για ακόμη μια φορά το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. Ο δικός του και του εγγονού του.

           Όταν το παιχνίδι δεν κατάφερνε πια να απορροφήσει όλη την ενέργεια του μικρού, η μάχη σταμάτησε απότομα και η υπόσχεση μιας καινούργιας ανακάλυψης αναδύθηκε ξαφνικά σαν από το πουθενά, όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν.

 

… ήταν ένας νεαρός ιππότης …

              «Παππού, υπάρχουν ιππότες σήμερα;»

Ο παππούς ξαφνιάστηκε. Δύσκολο ερώτημα. Ήξερε καλά πως για να απαντήσεις σωστά και απλά σε ένα μικρό παιδί, έπρεπε να γνωρίζεις ένα θέμα σε βάθος, να έχεις νιώσει την αλήθεια του, την ουσία του. Αλλιώς, ο μπαγάσας, θα σε έπαιρνε χαμπάρι! Άλλωστε, ήταν μια υπέροχη ευκαιρία να βρουν μαζί την απάντηση σε ένα σημαντικό ερώτημα που δεν θα έθετε ποτέ ένας μεγάλος. Προσπερνώντας τη θλίψη της τελευταίας σκέψης, του απάντησε.

           «Χμμ… να ένα ωραίο ερώτημα που δεν ξέρω την απάντησή του. Θες να το ψάξουμε μαζί; Σε προειδοποιώ πως θα δυσκολευτούμε πολύ.»

                 «Αχ παππού, είμαι απλώς μικρός, όχι χαζός! Θα τα καταφέρουμε!»

           «Χα χα χα», και η κοιλιά του παππού τραντάχτηκε για τα καλά από τα γέλια. «Τέλεια απάντηση μικρέ. Και τώρα πρόσεξέ με καλά…»

      Και η περιπέτεια ξεκίνησε…

                «Η λέξη “ιππότης” προέρχεται από τη λέξη “ίππος”, δηλαδή άλογο. Τα πολύ παλιά χρόνια γίνονταν πολλοί πόλεμοι και οι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί. Από τους πολεμιστές, ελάχιστοι είχαν άλογο. Αυτό τους έκανε να ξεχωρίζουν στις μάχες με τις πολλές τους νίκες και να αποκτούν φήμη. Έτσι τους ονόμασαν ιππότες».

            «Μα παππού, σήμερα κανείς δεν καβαλάει άλογο στην πόλη μας, οπότε δεν υπάρχουν πια ιππότες…»

                «Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Η απογοήτευση θολώνει τη σκέψη σου. Ας συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει. Στο άλογο. Και τι σημαίνει “άλογο”; Η λέξη βγαίνει από το α + λόγος, δηλαδή είναι αυτό που δεν μιλά, που δεν χρησιμοποιεί λέξεις, που δεν σκέπτεται, κι όμως είναι πολύ δυνατό. Είναι το ένστικτο. Αυτό που εμείς οι μεγάλοι λέμε “ασυνείδητο”. Οπότε: ιππότη δεν ονομάζουμε μόνο τον καβαλάρη που ελέγχει το άλογό του, αλλά, κατά μια έννοια, και τον άνθρωπο που ελέγχει τις βαθύτερες δυνάμεις του μυαλού του».

                 «Και το σπαθί του;»

            «Το σπαθί του είναι η σκέψη του. Η σκέψη ορίζει, χωρίζει και περιορίζει, αλλά αυτό θα το καταλάβεις καλύτερα όταν μεγαλώσεις λιγάκι ακόμη. Αρκεί να θυμάσαι πως, όπως οι παλιοί φημισμένοι πολεμιστές έβγαζαν το σπαθί τους από τη θήκη μόνο όταν ήταν αληθινά απαραίτητο, έτσι κι ένας σημερινός ιππότης χρησιμοποιεί τη σκέψη του μόνο όταν πρέπει, στον φυσικό της χώρο, στα υλικά προβλήματα».

                «Δηλαδή υπάρχουν και σήμερα ιππότες παππού! Γιούπιιιι!»

                «Χα χα χα, το ήξερα πως θα χαρείς».

               Κι ο χορός με την κατσαρόλα και το ξύλο ξεκίνησε πάλι με ακόμη περισσότερο κέφι.

 

… που με τη βοήθεια ενός φλογερού δράκου …

           Ξαφνικά ο μικρός κοκάλωσε. «Κι ο δράκος που φυλάει το θησαυρό; Υπάρχει κι αυτός;»

             Τα μάτια του παππού γυάλισαν και το στόμα του άνοιξε μια πιθαμή. Πριν προλάβει να απαντήσει, ο μικρός ρώτησε ξανά. «Τι σημαίνει δράκος παππού;»

            «Χμμ… Βλέπω πως έμαθες κιόλας πώς να ξεκινάς μια σοβαρή έρευνα! Εγώ στην ηλικία σου δεν έλεγα καλά καλά το όνομά μου!» είπε ο παππούς και γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους. Δεν ήταν όμως αλήθεια. Ο πιτσιρίκος του έμοιαζε πάρα πολύ. Και στο μυαλό, και στην καρδιά.

        «Δράκος, είναι αυτός που βλέπει πολύ καλά, καθαρά, με διαύγεια, δίχως μπερδέματα και σκοτούρες. Είναι η ματιά που καίει όλα όσα σε εμποδίζουν να κατανοήσεις. Γι’ αυτό και οι δράκοι των παραμυθιών βγάζουν φλόγες από το στόμα τους.»

               «Αυτός, δηλαδή, είναι ο θησαυρός που βρίσκει ο ιππότης παππού;»

             «Εεε… δεν το είχα ποτέ σκεφτεί έτσι… Έχεις δίκιο. Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από μια καθαρή ματιά, από ένα μυαλό που δεν είναι μπερδεμένο, σε σύγχυση».

            «Και τι κοιτάζει καθαρά ο ιππότης παππού; Αυτές τις βαθύτερες δυνάμεις του μυαλού που μου είπες πριν; Αυτά είναι τα εμπόδια παππού;»

              Κοίταξε τον μικρό έκπληκτος και δεν πίστευε ούτε στ’ αυτιά του, ούτε στα μάτια του! Του έμοιαζε τόσο πολύ… Κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε εδώ…

             «Ναι, μικρέ μου φίλε. Οι δυνάμεις του παρελθόντος. Οι δυνάμεις της μνήμης. Της ψυχολογικής μνήμης, που είναι εμπόδιο για την κατανόηση».

 

… έσωσε έναν γηραιό πρίγκιπα.

          «Ξέρω παππού. Ξέρω. Όπως όλα αυτά που θυμάσαι από τον πόλεμο παππού. Είναι συνέχεια στο μυαλό σου. Δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς τις νύχτες και σου κλέβουν τα χαμόγελα τις μέρες. Σε έχω δει πως κοιτάς το παράσημό σου παππού. Δεν θες να το βλέπεις… Πέτα το παράσημο παππού. Άφησε τις μνήμες να σβήσουν. Μην τις θρέφεις. Η αλήθεια είναι εδώ και τώρα, σε σένα και σε μένα κι όχι στο παρελθόν. Μην το κρατάς άλλο. Άφησε την αγάπη να γεννηθεί στην καρδιά σου, άφησε τον ιππότη, το άλογο, το δράκο και το θησαυρό να γίνουν όλα  Ένα. Στο Τώρα είναι Ένα.»

            Τα δάκρυα της κατανόησης ξέπλυναν τις πληγές και σιώπησαν το μυαλό. Ο μικρός έτρεξε αυθόρμητα στον παππού του κι έχασαν και οι δυο τους εαυτούς τους μέσα σε μια σφιχτή αγκαλιά όλο φως.

            Ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι. Για λίγο δεν ήξερε που βρισκόταν. Μόνο για λίγο. Ήταν όνειρο. «Εγώ ήμουν», μονολόγησε. Όμως οι λέξεις του φάνηκαν ασήμαντες, ψεύτικες. Τις άφησε να φύγουν. Κοίταξε με λαχτάρα έξω απ’ το παράθυρο. Τα δέντρα έλαμπαν στο φως του ήλιου, με τα ολοζώντανα φύλλα τους να παιχνιδίζουν φτιάχνοντας μυριάδες αποχρώσεις του πράσινου. Και οι σκιές αντιστάθμιζαν την έλλειψη χρώματος με μια αέναη κίνηση πολύπλοκων μαγικών σχημάτων. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Ήταν η πρώτη καινούργια μέρα εδώ και πολλά, ατελείωτα, χρόνια.


Παναγιώτης Κωνσταντάκος 

 

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Από κει που είσαι 6

 

 

  Ξεκίνα από κει που είσαι…

Θλίψη. Βουλιάζεις μέσα στη σκοτεινιά της, την αποδέχεσαι ως κάτι αναπόφευκτο, ή τρέχεις μακριά της διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι, κρυμμένη πια,  δυνάμωσε περισσότερο.

Για μια στιγμή… Η θλίψη είναι αυτό που είναι. Ας μην την αποδεχτούμε όπως πιστεύουμε ότι είναι κι ας μην φύγουμε τρέχοντας από αυτή. Ας την κοιτάξουμε από κοντά, από πολύ κοντά, μέχρι να χαθεί η καταχνιά, μέχρι να τη δούμε ολοκάθαρα…

 

Αυτή η έρευνα είναι πολύ σοβαρή γιατί αφορά τη θλίψη του Κόσμου. Το κοινό έδαφος όλων μας. Γενέθλια = γέννηση στη θλίψη. Και πανηγυρίζουμε το σβήσιμο των ισάριθμων με τα χρόνια μας κεριών, τόσα λιγότερα πια στο δρόμο που η μοίρα μας προσκάλεσε. Και μας προκάλεσε να εξελιχθούμε επίπονα σε αυτό το λεγόμενο πεδίο ενσάρκωσης.  Μεταμορφώνοντας τη θλίψη!

Ας κάνουμε αυτά τα βήματα της εξέτασης μαζί, δίπλα δίπλα, σαν δυο φίλοι που νοιάζονται πολύ ο ένας για τον άλλο, αλλά και για την ανακάλυψη της αλήθειας της θλίψης… Αν δεν νιώσεις άνετα να με συνοδέψεις, οποιαδήποτε στιγμή, δεν θα συνεχίσω μόνος. Ελπίζω να κάνεις κι εσύ το ίδιο για μένα…

 

Θλίψη στη μηχανολογία είναι η καταπόνηση ενός δοκιμίου όταν «πιέζεται» με μία δύναμη F. Είναι αντίθετη του εφελκυσμού και περιγράφει πρακτικά την άσκηση «πίεσης» σε ένα υλικό σώμα. Η θλίψη δηλαδή προϋποθέτει την ύπαρξη διαφορετικών κομματιών που πιέζουν το ένα το άλλο. Παρατηρείται σε υλικές διαδικασίες, μιας και η ύλη αποτελείται εξ ορισμού από κομμάτια, σε συνθήκες που απέχουν από αυτό που αποκαλούμε «κατάσταση ηρεμίας». Και λειτουργεί μαζί με την εξαδέλφη της την τριβή. Σε μια κατάσταση ενότητας λοιπόν, μη υλική, δεν μπορεί να υπάρξει θλίψη.

 

Σύμφωνα με τα παραπάνω, στον ψυχολογικό χώρο, ένας ακέραιος άνθρωπος δεν δύναται να νιώσει θλίψη. Ένα «άτομο», ένας άνθρωπος που δεν είναι τεμαχισμένος σε πολλά μέρη ψυχολογικά, δεν συμβάλλει στη συλλογική θλίψη. Δεν ανήκει στην κίνηση του Εγώ, του πολύπλοκου αυτού συνονθυλεύματος από κομμάτια, που όσο καλά κι αν τα διευθετήσεις, κι αν τα ρυθμίσεις, μια εξωτερική άσκηση πίεσης είναι ικανή να παράξει την καταπόνηση αυτή που ονομάζουμε θλίψη. Που βρίσκεται λοιπόν αυτός ο άνθρωπος; Σίγουρα όχι εδώ, ανάμεσά μας. Άλλωστε, ακόμη κι αν στεκόταν εδώ, μπροστά μας, θα μας έφερνε αντιμέτωπους με αυτό που έχουμε, κι όχι με αυτό που θα θέλαμε να έχουμε. Τη θλίψη, κι όχι μια ιδεατή χαρά.

 

Ας κοιτάξουμε από κοντά αυτό που έχουμε. Αυτό που είναι. Αυτό που θα θέλαμε να είναι, αποτελεί μια παγίδα, μια διάσπαση προσοχής, μια σπατάλη ενέργειας. Και χρειαζόμαστε κάθε ψήγμα της για να ανακαλύψουμε την αλήθεια. Για να δούμε καθαρά. Για να αντιληφθούμε.

 

Χμμ…

 

Κατ’ αρχήν την ονομάζω θλίψη. Πότε ονοματίζω κάτι; Όταν το προσεγγίζω θετικά, δηλαδή όταν επεμβαίνω σε κάτι που είναι διαφορετικό από μένα. Χμμ… Κάτι πολύ σοβαρό φαίνεται εδώ: Ονομάζοντας το αίσθημα ως «θλίψη» προϋποθέτω το γεγονός «η θλίψη κι Εγώ». Είμαι Εγώ διαφορετικός από τη θλίψη μου; Ή η θλίψη είναι το αναπόφευκτο δημιούργημα του τεμαχισμένου Εγώ μου; Ενός Εγώ που ονοματίζει, αναγνωρίζει, δηλαδή συγκρίνει με τα πρότυπά του κι αναπαράγει τον εαυτό του; Τη μνήμη; Το παρελθόν; Κι αυτά τα κάνει με τη χρήση του Λόγου…

Μιλώντας λοιπόν για τη θλίψη, ή σκεπτόμενος γι΄αυτή, απομακρύνομαι από το αίσθημά της, από την αλήθεια της, φεύγω μακριά κι αυτή δυναμώνει! Γιατί βρίσκεται μέσα μου, και της γυρίζω την πλάτη!

 

Ας μείνουμε με το αίσθημα αυτό. Άλλωστε, για να το ονοματίσω πρέπει να το αναγνωρίσω, να το σκεφτώ εκ των υστέρων, οπότε και λαμβάνει χώρα η διαίρεση «Εγώ και η Θλίψη» που την δημιουργεί, την ενισχύει, την εδραιώνει…

Όταν μένω με αυτό… στην άχρονη στιγμή… τι συμβαίνει; Όταν δεν ονοματίζω, δεν ταυτίζομαι, δεν αναγνωρίζω, δεν κινούμαι, αλλά στέκομαι δυναμικά μαζί του… ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ!

 

Κι εγώ δεν είμαι Εγώ, υπάρχει μόνο ενέργεια, που είναι αγάπη, και κατακλύζει τα πάντα… Και είμαστε τα πάντα!

………………………………………………………………………………………………….....

 

Έμεινες μαζί μου, βήμα βήμα, σε έναν διαλογισμό με αφετηρία και δίχως τέρμα. Ή, ίσως πιο σωστά, με τέρμα και δίχως αφετηρία. Το τέρμα του Εγώ κι Εσύ. Των εμποδίων. Της αποκοπής. Όταν τελειώνει Αυτό, απλά υπάρχει το Άλλο…



Παναγιώτης Κωνσταντάκος