Αφήνει τα μάτια του να κλείσουν. Η προσοχή του απλώνεται ελεύθερα στο περιβάλλον δίχως καμία προσπάθεια. Φυσικά και αυθόρμητα, χωρίς επιθυμία ελέγχου. Χωρίς οποιαδήποτε επιθυμία… Τελικά, ποιος είναι αυτός που επιθυμεί; Η ερώτηση ξεπήδησε μέσα από το κενό, δίχως να ζητά απάντηση. Δίχως να απαιτεί εξηγήσεις και συμπεράσματα. Υπήρχε ελευθερία απ’ την αρχή.
Η αίσθηση του περιβάλλοντός του ήταν έντονη. Η σκέψη-λέξη «περιβάλλον» έκανε μερικές στροφές μέσα στο νου του. Και ακολούθησε κολλητά ακόμη μία: Η ύπαρξη της λέξης αυτής τον διαχώριζε από το Όλο. «Περιβάλλον» σημαίνει «το περιβάλλον κι εγώ». Αυτή η δεύτερη σκέψη ανακάλυπτε πως η πρώτη τον απομάκρυνε από την αλήθεια. Μία σκανδάλη πατήθηκε. Και τότε απλώς είδε. Αντιλήφθηκε. Το οικοδόμημα του Εγώ. Πλασμένο από λέξεις και σκέψεις που σαν λεπίδες έκοβαν, περιόριζαν και καθόριζαν υποδείγματα προς ταύτιση, το ένα δίπλα και πάνω απ’ το άλλο, σε τριβή και σύγκρουση, σωσίβια ασφάλειας σε έναν ωκεανό φόβου που η ίδια η ύπαρξή τους δημιουργούσε. Μία ανατροφοδοτούμενη δίνη προσκολλημένων εικόνων κι ακατάσχετων επιθυμιών (=δράση επί της θύμησης των εικόνων) που χτυπούσαν και πίεζαν η μία την άλλη. Μια ατελείωτη φυγή που ήταν η ίδια η ρίζα του φόβου που τον κινούσε. Ήταν το παρελθόν. Ήταν η θετική του δράση. Ήταν το οικοδόμημα του νου του. Ήταν ο εαυτός του…
Η κατανόηση ήταν στιγμιαία. Ίσως αιώνια. Τι σημασία είχε άλλωστε; Ήταν η μόνη κίνηση έξω από αυτή την ίδια τη σπείρα του μυαλού. Άρνηση. Τελικά ποιος παρατηρούσε; Ποιος δεν επιθυμούσε πια; Ήταν στα όρια του νου του. Στα όρια της γνώσης και της μνήμης του παρελθόντος που ήταν ο ίδιος. Και σε μία στιγμή δεν ήταν πια. Όλα ήταν λέξεις που χάνονταν. Και η μαγεία της αλήθειας και της αγάπης πλημμύρισαν τα πάντα, όταν χάθηκαν και οι ίδιες οι λέξεις «αλήθεια» και «αγάπη».
Ήταν ένα δώρο.
Ήταν το παν.
Ήταν τίποτα.
….τίποτα……..τίποτ……..τίπο……..τιπ……..τι……..τ…….. . . . . . . . .
Παναγιώτης Κωνσταντάκος