Κυριακή 21 Μαΐου 2023

Η Βαβέλ ενός Αλλιώτικου Πύργου

           Η παρακάτω φανταστική ιστορία θα μπορούσε να ήταν ένα εναλλακτικό 2012. Ή, πιο απλά, η  επιλογή που δεν κάναμε τότε... Ίσως να συνέβη αλλού, σ' ένα παράλληλο σύμπαν! Ποιος ξέρει;


 Το παράθυρο δεν έλεγε ν’ ανοίξει. Η έντονη προσπάθεια είχε εστιάσει όλη μου την προσοχή στο δύστροπο πόμολο. Άκου λέει δύστροπο! Φαίνεται πως είχα αποκτήσει μια ακόμη εμμονή, να συγκρίνω με την δική μου όλες τις άλλες συμπεριφορές. Ακόμη και των αντικειμένων. Έτσι κατάφερα να δικαιολογήσω την καθυστέρησή μου να αντιληφθώ τα πράγματα. Ποια πράγματα; Μα αυτά που συνέβαιναν στη γειτονιά, και μάλιστα ακριβώς μπροστά απ’ το σπίτι μου.

        Η λέξη “πράγματα” είναι περισσότερο κυριολεκτική απ’ όσο αρχικά μοιάζει. Όταν τα πράγματασυμβαίνουν, αφορούν συνήθως καταστάσεις που μεταβάλλονται. Πόσο μάλλον τις συγκεκριμένες καταστάσεις, που αφορούσαν όντως πράγματα, δηλαδή αντικείμενα. Και μάλιστα ασυνήθιστα “πράγματα” με συνηθισμένα πράγματα! Που με άφησαν “κάγκελο”, αφού πίσω απ’ το… κάγκελο του μπαλκονιού εκτυλισσόταν η πιο απερίγραπτη εικόνα.

             Ας ξεκινήσουμε όμως την ιστορία απ’ την αρχή, που λέει ο λόγος δηλαδή…

 

          …Ξάφνου, πέφτει στα κεφάλια μας η κρίση. Κρίση από δω, κρίση από κει, κρίση που βαθαίνει και δεν ρηχαίνει με τίποτα. Γρήγορα και αποφασιστικά. Να σου όμως που κάτι υψώνεται. Όχι, δεν είναι το λάβαρο της ελπίδας. Είναι τα σωτήρια μέτρα. Νέα μέτρα, παλιά μέτρα, παλιά μέτρα που εφαρμόζονται ως νέα και το ανάποδο. Αργά και βασανιστικά. Η απαραίτητη γαρνιτούρα στον παραπάνω κατασκότεινο κυκεώνα φυσικά δεν έλειπε. Διότι το κοντράστ, ή αλλιώς η αντίθεση με στόχο την υψηλή ευκρίνεια, απαιτεί μία ποικιλόχρωμη επικάλυψη από σοβαρές δηλώσεις που γνωρίζουμε όλοι εκ των προτέρων ότι θα αναιρεθούν από τα γεγονότα ή από άλλες δηλώσεις, εξίσου υπεύθυνες. Αν και το προαναφερθέν μοιάζει απαράδεκτο και εξοργιστικό, για κάποιο παράξενο λόγο καταφέρνει να γίνεται απολύτως αποδεκτό αν κι εφόσον ο τόνος της φωνής του αγκαριάζοντος πολιτικού που ανακοινώνει, ταιριάζει με τον χρωματικό τόνο του ταγιέρ της τηλεπερσόνας που προλογίζει το θέμα στο δελτίο ειδήσεων. Ή μήπως το αντίστροφο… δεν θυμάμαι… να γιατί κόβομαι συνέχεια στην κοινωνική μηχανική! Τέλος πάντων. Η συλλογική απόγνωση πήρε διαστάσεις πρωτόγνωρες, και διήρκεσε αρκετά. Ώσπου ένα ωραίο πρωινό, το πρωτόγνωρο είχε πια μετατραπεί σε συνηθισμένο και αφόρητα βαρετό. Αυτό έγινε αντιληπτό απ’ το γεγονός ότι παρόλα τα διαστελλόμενα προβλήματα, το πρωινό φάνταζε όντως εξαίσιο. Όλοι κοίταζαν με θαυμασμό τον καταγάλανο ουρανό και τον λαμπερό ήλιο που έμοιαζε, μεταξύ δύο αποκλινόντων chemtrails, να μοιράζει απλόχερα όρεξη για ζωή.

  

          Όπως ήταν φυσικό, άδραξαν όλοι την ευκαιρία και κράτησαν τις ομπρέλες τους ανάποδα. Τα πρόσωπα καλωσόρισαν τα χαμόγελα παρέα με λίγες καινούριες ρυτίδες. Τουλάχιστον οι μεγαλύτεροι είχαν τόσο καιρό να χαμογελάσουν, που η επιδερμίδα διαμαρτυρήθηκε σχεδόν φωναχτά που έχασε τη βολή της. Έτσι όλοι ξαναγνωρίστηκαν. Ήταν λες και η γειτονιά έκανε καθημερινά γενική συνέλευση με προϋπόθεση συμμετοχής το χαμόγελο να αγγίζει τ’ αυτιά. Το θέαμα ήταν ενοχλητικά απίστευτο. Κάθε βλέμμα που έριχνα στο μικρό μας στενάκι ισοδυναμούσε με λυσσαλέα επίθεση εναντίον του γνωστικού μου συστήματος από οξύμωρες καταστάσεις. Αιώνιοι εχθροί να αλληλοσκλαβώνονται με χάρες κι εξυπηρετήσεις δίχως προσμονή ανταπόδοσης, διαχειριστές πολυκατοικιών να συγχωρούν από καρδιάς  χρόνιους κακοπληρωτές οι οποίοι να δηλώνουν επίμονα ασυγχώρητοι, ενώ οι ιδιοκτήτες θέσεων στάθμευσης να παρακαλούν σχεδόν τους γείτονές τους να παρκάρουν εκεί όταν λείπουν, ή να τους “κλείνουν” ελεύθερα παρκάροντας μπροστά, αφού, όπως ανατριχιαστικά έπιασε το αυτί μου «έλα μωρέ, μια πόρτα είμαστε!!». Ήταν μια αληθινή Ανατροπή, ακριβώς στον αντίποδα ομώνυμης τηλεοπτικής εκπομπής “υποκρινόμενου”, όνομα και πράγμα, δημοσιογράφου. Κάπου εκεί, λοιπόν, μεταξύ των ατέρμονων καλωσορισμάτων και των υπερβολικών κοπλιμέντων, έπεσε η ιδέα του μπαζάρ.

 

          Ελληνιστί παζάρι. Ήταν η ιδέα νούμερο 1 (η αρίθμηση να σας προϊδεάσει για τη συνέχεια), και είχε ως εξής: Η ανιούσα αφορούσε μόνο τη διάθεση των περιοίκων, αλλά δεν έλεγε να αγγίξει τα οικονομικά τους. Βλέπετε, παρόλο που απ’ τον πάτο μπορείς να κινηθείς μόνο προς τα πάνω, εκείνα είχαν πεισμώσει γαϊδουρινά σε πλήρη ακινησία. Ταυτόχρονα, η παθογένεια του καταναλωτικού παρελθόντος άφησε σε όλους μας προίκα, εκτός της βαθιάς κρίσης, έναν πακτωλό άχρηστων αγαθών, που συσσωρεύτηκαν βαθμιαία ως αποτέλεσμα:

  1. Ψωνίζουσας θεραπείας (shopping therapy) των ελαφρά ασθενών.
  2.  Προσπάθειας καθορισμού προσωπικής ταυτότητας των πιο σοβαρά ασθενών. 
  3. Συνήθειας, αυτών που εγκατέλειψαν απελπισμένοι τις παραπάνω  αναποτελεσματικές θεραπείες.

Σε συνθήκες, τώρα, έκτακτης ανάγκης συμβαίνει το εξής ενδιαφέρον: αυτό που είναι τελείως άχρηστο σε σένα ενδεχομένως να ικανοποιεί ζωτική ανάγκη του διπλανού σου. Ή έστω υποκειμενικά ζωτική, με την αντικειμενικότητα να παραπαίει πια μετά από δεκάδες χρόνια δημιουργίας επιφανειακών αναγκών. Το πιο απίθανο βέβαια, ενάντια σε κάθε νόμο στατιστικής, τωρινό ή μελλοντικό, ήταν ότι την παραπάνω σκέψη την έκανε η κυρά Μαρία που μένει στο ερείπιο στη γωνία. Ναι, ναι, αυτή με το Αλτζχάιμερ. Από τότε που η ΔΕΗ της έκοψε το ρεύμα και το σήριαλ “τα κλεμμένα όνειρα της άλλης” έπαψε να ουρλιάζει στη διαπασών κάθε απόγευμα, φαίνεται πως μαζί με τον ελληνικό της καφέ άρχισε να κατεβάζει και ιδέες. Saved by the χαράτσι! Αφού οι φημισμένοι πιτσιρικάδες της γειτονιάς, μετά τις επικές καζούρες του χθες, καταδέχθηκαν να διδαχθούν απ’ τη γιαγιά το περίφημο free downloading του φλιτζανιού. Νεολαία με ανοιχτό μυαλό βρε παιδί μου! Και πολύ καλοί μαθητές, με τον μικρότερο απ’ αυτούς να διεκδικεί με ζήλο τα δικαιώματα της μυθικής ιδέας νούμερο 2 (προσεχώς).

 

         Οι πάγκοι στήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ και οι απαραίτητες αγκαροδουλειές έγιναν με πρωτόγνωρη ταχύτητα και συντονισμό. Οι εθελοντές ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, λες και τους ξερνούσε  σκουληκότρυπα απ’ την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το κέφι είχε επιτέλους επιστρέψει για να ζεστάνει τις καρδιές. Στο τελευταίο βοηθούσε και η γλυκιά νοσταλγία που δημιουργούσε ο οικιοθελής αποχωρισμός τόσων αντικειμένων. Ο καθένας δώριζε τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες του, τις απατηλές σκέψεις που τον πλημμύριζαν κοιτώντας τις βιτρίνες και τον έπειθαν να επενδύσει εκεί τις λιγοστές του οικονομίες. Έτσι έμοιαζε να συμβαίνει μια ανταλλαγή επίπλαστων εαυτών, αφόρητων ρόλων που είχαν κάτσει για τα καλά στο σβέρκο των ξενιστών τους. Και ήταν το τέλος της επιδημίας. Διότι, αναπάντεχα, έλαμψε η ασημαντότητα του ιού.

 

            Το σοκ ήταν ισχυρό. Όσο ήταν απαραίτητο για μια αληθινή αλλαγή. Διότι η παραπάνω συλλογική προσφορά συγκρούστηκε με μία συλλογική άρνηση. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για τα πράγματα του άλλου! Κάνεις δεν ένιωθε πως εξυπηρετούσε σημαντικές του ανάγκες αποδεχόμενος τα πράγματα του διπλανού του. Την αρχική αμηχανία διαδέχθηκε η αναπόφευκτη επίγνωση: Το ομορφότερο δώρο σ’ αυτό το σύμπαν, η Ζωή, οι δικές μας οι ζωές, χαραμίστηκαν στη συλλογή ανούσιων αντικειμένων. Πραγμάτων που μας βαραίνουν, μας περιορίζουν, μας σκλαβώνουν, σαν τους φυλακισμένους που περνούν όλη τους τη ζωή σφυρηλατώντας με ζήλο την ασήκωτη μεταλλική μπάλα που θα δέσουν στο πόδι τους. Και το χειρότερο απ’ όλα: είχαμε το θράσος να γελάμε με τους Ντάλτον! Θράσος που μάλλον συνδυαζόταν με την τύχη του Λούκυ Λουκ (Lucky Luke), αφού ακόμη επιβιώνουμε ως είδος. Κι ας είμαστε τραγικά πιο αργοί απ’ τις σκιές μας… 

          Ήταν ένα μούδιασμα που παραλίγο να μας επιστρέψει στα παλιά. Ίσως η μαγεία που είχαμε συσσωρεύσει να είχε καταφέρει να αναπτύξει κάποιον ιδιότυπο μηχανισμό αυτοσυντήρησης, πέρα απ’ τη βούληση των συμμετεχόντων. Ήταν τότε που οι τελευταίοι ορκίζονταν πως πρόλαβαν να δουν φευγαλέα ένα μικρό φως πάνω απ’ το κεφάλι του περιβόητου πιτσιρικά ακριβώς πριν ξεφουρνίσει την ατάκα. Το ότι έμοιαζε με αναμμένη λάμπα μέσα σε ένα συννεφάκι, ντράπηκαν να το πουν. «Ας φτιάξουμε έναν Πύργο!»

 

           Η πρόταση φαίνεται να στερείται λογικής στο πρώτο άκουσμά της, μα δεν είναι καθόλου έτσι. Βλέπετε, η αφόρητη ασφυξία που επέβαλε το αιτιοκρατικό αυτό αδιέξοδο διοχετεύτηκε στην μόνη επιτρεπτή κατεύθυνση κίνησης: προς τα πάνω. Προς τα κει δηλαδή που θα έπρεπε να στοχεύει πάντοτε η αληθινή Εξέλιξη. Και τα κατάφερε, παρόλο που μέσα στον άκρατο ενθουσιασμό, η Εξέλιξη ήταν το μόνο που δεν σκεπτόταν κανείς. Με τα παπούτσια να έχουν μετατραπεί από καιρό σε δυσεύρετα, παλιά και καινούργια, αποδείχθηκε τελικά πως την είχαν γραμμένη στα παλιά τους τα γραφεία. Ήταν τα πρώτα που ξεκουβαλήθηκαν από δωμάτια, σαλόνια, πατάρια και αποθήκες, καθώς έμοιαζαν να επιτελούν πια τον οριστικό τους σκοπό. Δεν μπορεί να κατασκευάστηκαν τόσο ανθεκτικά για να αντέχουν το μηδαμινό φορτίο λιγοστών βιβλίων και ακόμα λιγότερων χαρτικών. Είχε φτάσει η στιγμή να υλοποιηθεί η ως τότε θεωρητική βαρύτητα της γνώσης. Πάνω σ’ αυτά θεμελιώθηκε ο Πύργος. 

          Ήταν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Βοήθησαν βέβαια και τα μονίμως πια ακινητοποιημένα αυτοκίνητα που βρίσκονταν  τριγύρω. Από πάνω, άρχισαν να τοποθετούνται οι, πρώην ηλεκτρικές, και νυν διακοσμητικές, συσκευές. Πλυντήρια και κουζίνες, φούρνοι και κλιματιστικά, εξοπλισμένα με σταυρούς και κομποσκοίνια για τον εξορκισμό του δαιμονικού ηλεκτρικού ρεύματος, στοιβιάστηκαν εντέχνως το ένα δίπλα και πάνω στο άλλο, σε ένα κλίμα αφύσικης συνεννόησης και μεθόδευσης. Αποκορύφωμα, ο Περικλής ο κουφός, που αντί ν’ απαντήσει από εκεί ψηλά που κρεμόταν, κατάλαβε αυτοστιγμεί τον κίνδυνο και ίσιωσε αποφασιστικά την τρίφυλλη ντουλάπα που τοποθετούσε πάνω σ’ ένα ψυγείο, αμέσως μόλις ο επιβλέπων θείος του ο Θύμιος κραύγασε από κάτω: «Πηρκλίσ’!» . Ευτυχώς που οι ταυτόχρονες διαμαρτυρίες της μάνας του πως δεν πρόλαβε να την αδειάσει, όταν κουδούνισαν μέσα οι κρεμάστρες, δεν τον πτόησαν. 

 Τα κενά γέμιζαν με μικροπράγματα που έδιναν στο σύνολο την απαραίτητη συνοχή. Ήταν δεμένα με σχοινιά απλώματος, με τα ξεχασμένα μανταλάκια να δίνουν μια πολύχρωμη πινελιά, λες και ήταν αφημένα επίτηδες. Αμπαζούρ και εκτυπωτές, καζάνια και τηλεοράσεις, αμέτρητες καρέκλες και κάνα δυο καλόγεροι, έδιναν την εντύπωση πλαστών αναγκαιοτήτων που βούλωναν ανεπιθύμητες τρύπες, όπως έκαναν πάντοτε. Μόνο που τα κενά αυτά μεταφέρθηκαν πια απ’ τις καρδιές των ανθρώπων στο ίδιο το βάρος που σταδιακά ξεφορτώνονταν. Το ολοένα και αυξανόμενο ύψος του πύργου έδινε μια αφύσικη λάμψη στα μάτια των ανθρώπων. Ήταν μια λάμψη ζεστή, που συνδυαζόταν με βουρκωμένα μάτια όταν κοίταζαν προς την κορυφή. Μάτια που έβλεπαν πραγματικά αυτό που κοίταζαν. Διότι κοιτούσαν ένα έκτρωμα, μα έβλεπαν ένα σύμβολο, έναν ελπιδοφόρο μελλοντικό δρόμο φτιαγμένο απ’ τα σκουπίδια του παρελθόντος. Μια διάσταση στην έννοια της Ανακύκλωσης που αδυνατούσε να φωτιστεί απ’ την περιοριστική οπτική της Οικολογίας. Επιτέλους, παππούδες κι εγγονοί, αγράμματοι και μορφωμένοι, δυνατοί και αδύναμοι, εστίαζαν τη Θέλησή τους προς μία κοινή κορυφή, προς έναν κοινό στόχο. Έγιναν Ένα, όπως μεταμορφώνονται οι λιγοστές ακτίνες του ήλιου που χωρούν στην ελάχιστη επιφάνεια ενός μεγεθυντικού φακού. Ικανή και αναγκαία συνθήκη η σωστή εστίαση…

 

  Η θέα ενός γιγάντιου συνονθυλεύματος επίπλων με ύψος που χανόταν φιλόδοξα προς τα πάνω, με βρήκε με το πόμολο στο χέρι. Άνθρωποι σκαρφάλωναν εμπρός μου σε ατελείωτες αυτοσχέδιες σκαλωσιές σα μαϊμούδες που για πρώτη τους φορά έφτιαχναν κάτι γνήσιο! Με μάτια να κοιτούν ψηλά δίχως να καταφέρνουν να πείσουν το μυαλό από πίσω τους για το θέαμα, προσπάθησα να βρω το όριο, να δω μέχρι που μπόρεσε να φτάσει. Με  το  μπαλκόνι του επάνω ορόφου (του έκτου !!) να περιορίζει το οπτικό μου πεδίο, σκέφτηκα να βγω στο μπαλκόνι. Φοβήθηκα. Δε σάλεψα. Το μυαλό ζήτησε χρόνο για να συλλάβει τα δεδομένα, ταξιδεύοντας και συγκεντρώνοντας αποσπασματικές σκέψεις που έπρεπε να ενωθούν. Τα γεγονότα επέβαλαν μεγάλες εικόνες που έπρεπε να συντεθούν. Οι πάμπολες μικρές απορίες του παρελθόντος αναγκάστηκαν να φανερώσουν τελικά το θεμελιώδες πρόβλημα. Να τραβήξουν το πέπλο. Να ερμηνεύσουν τη λύση.

Η συλλογική μας μνήμη είναι κατηγορηματική: Πάντοτε ένας Πύργος κατάφερνε να μεταμορφώσει τη Βαβέλ του. Είναι αργά; Δεν ξέρω. Κανείς δε μοιάζει να ξέρει. Ίσως η κενή φιλοδοξία να βαρέθηκε πια να μεταφέρει όλο και ψηλότερα, κορμιά που ανεβαίνουν μηχανικά τα σκαλιά μιας τυπικής ιεραρχίας, για να απολαύσουν την οπτική των δικών τους θεών που κοιτούν απ’ την κορυφή. Την ατέρμονα ψηλότερη κορυφή. Τι χρειάζεται για να αλλάξουμε μονοπάτι; Πόσοι ακόμη Πύργοι πρέπει να γκρεμιστούν; Πόσα εκατομμύρια ψυχές να θυσιαστούν, μόνες μέσα στο πλήθος; Ας είναι η νέα Βαβέλ διαφορετική. Η Βαβέλ ενός αλλιώτικου Πύργου…

 

Και οι φόβοι πέταξαν μακριά.

Και οι καρδιές ενώθηκαν.

Και το παράθυρο άνοιξε.  



Παναγιώτης Κωνσταντάκος