Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Το Έπος Της Αφροσύνης

Το παραμύθι αυτό είναι αφιερωμένο σε όσους έχουν, ακόμη, καρδιά μικρού παιδιού...



Μια φορά κι έναν καιρό, όταν οι άνεμοι χόρευαν με τις θάλασσες στη γη, ζούσε ο Πλιφ το κυματάκι. Όλα ξεκίνησαν όταν μια κυματομαμά, με τη χαριτωμένη αφηρημάδα της, σκόνταψε πάνω σε έναν απρόσεκτο κυματομπαμπά και… πλιφ, γεννήθηκε ο Πλιφ! Αυτή ήταν η αρχή μιας θρυλικής ιστορίας, που τραγουδούν μέχρι τις μέρες μας τα τρεχούμενα νερά όλης της γης. Τα κατορθώματα του μικρού μας φίλου έμειναν αξέχαστα στη μνήμη των νερών, και αν κάνετε πολύ πολύ ησυχία όταν η βρύση της κουζίνας σας στάζει τη νύχτα, ίσως ακούσετε τις σταγονίτσες να φωνάζουν ακόμη το όνομά του: Πλιφ, Πλιφ, Πλιφ!

Ο μικρός Πλιφ έζησε σε μια πολύ δύσκολη εποχή. Τα κύματα όλου του κόσμου είχαν αρχίσει να γίνονται πολύ έξυπνα και να καταλαβαίνουν ότι το ένα ήταν διαφορετικό από το άλλο. «Κοίτα τι όμορφο αφρό έχω», άκουγες συχνά να λένε, «πιο ωραίο απ’ τον δικό σου!» Ήταν αλήθεια ότι ο αφρός του καθενός ήταν μοναδικός και είχε τη δική του χάρη. Άλλος ήταν πιο ψηλός, άλλος πιο φαρδύς. Άλλος ήταν πιο λευκός, άλλος πιο γαλάζιος. Άλλος πιο χαμογελαστός και άλλος πιο φασαριόζος. Έτσι τα κύματα, μικρά και μεγάλα, άρχισαν να μαλώνουν μεταξύ τους. Και οι τσακωμοί γίνονταν όλο και χειρότεροι, όσο περισσότερο σύγκρινε ο καθένας τον εαυτό του με κάποιον άλλο. Οι πιο λογικοί προσπαθούσαν να πείσουν ότι όλοι πρέπει να σέβονται τη διαφορετικότητα του διπλανού τους, όμως ακόμη και αυτοί κατέληγαν να νοιάζονται μόνο για τον δικό τους αφρό όταν δυσκόλευαν τα πράγματα. Έτσι όλοι μάλωναν με όλους, κι όλοι πίστευαν πως είναι φυσιολογικό…

Ο μόνος που προβληματιζόταν σοβαρά με αυτή την κατάσταση ήταν ο μικρός Πλιφ. Είχε μάθει απ’ τον δάσκαλό του στο σχολείο ότι όλα τα κύματα είναι διαφορετικά μεταξύ τους, αφού το καθένα έχει το δικό του αφρό, κι αυτό ήταν κάτι που το έβλεπαν όλοι. «Ο αφρός του καθένα είναι μοναδικός. Έτσι, μικρά μου κυματάκια, το καθένα σας είναι διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα. Και πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τη διαφορετικότητα του άλλου», τους έλεγε κάθε μέρα με ευγένεια ο κύριος Γουέιβ, ο καλός τους δάσκαλος. Μα ο Πλιφ ήταν πάντα ανήσυχος σ’ αυτό το σημείο. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Ένιωθε βαθιά μέσα στην καρδιά του ότι αυτό που έβλεπαν τα μάτια του δεν ήταν τελείως σωστό. Ένιωθε πως υπήρχε κάτι πολύ σημαντικό, ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, που ήταν κρυμμένο. Ή που, από κάποιο λάθος που είχε γίνει, είχαν μάθει να μην το βλέπουν… 

«Κύριε Γουέιβ, να σας ρωτήσω κάτι;» είπε μια μέρα ο Πλιφ διστακτικά, όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. 

«Ότι θες γλυκό μου κυματάκι» είπε χαμογελαστά ο κύριος Γουέιβ. 

«Κύριε, είμαστε πράγματι διαφορετικοί; Θέλω να πω πως, εντάξει, ο καθένας έχει τον δικό του αφρό, αυτό είναι φανερό, αλλά αυτό οδηγεί ακόμη και τους πιο ήσυχους από μας σε ατελείωτες συγκρούσεις και τσακωμούς. Αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό. Μήπως κάπου κάνουμε κάποιο μεγάλο λάθος; Μήπως υπάρχει κάτι που μας ενώνει όλους και δεν μπορούμε να το δούμε ή να το κατανοήσουμε;» 

Ο δάσκαλος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε ποτέ πως ένα μικρό κυματάκι σαν τον Πλιφ θα κατάφερνε να βάλει σε λόγια τις πιο βαθιές του ανησυχίες. Γιατί φοβόταν πως, αργά ή γρήγορα, οι ατελείωτοι καβγάδες θα κατέληγαν σε πόλεμο. Πολύ μεγάλο πόλεμο. «Δεν ξέρω Πλιφ…» είπε ο κύριος Γουέιβ χαμηλώνοντας τα μάτια με θλιμμένο ύφος. Ήταν το πιο αληθινό «δεν ξέρω» που είχε ακούσει ο Πλιφ σε όλη του τη ζωή. Και ήταν το καλύτερο ξεκίνημα για μια μεγάλη αναζήτηση. 

«Όμως ξέρω κάποιον που μπορεί να μας πει» είπε απότομα ο κύριος Γουέιβ και ο Πλιφ αναθάρρησε. «Αν κάποιος γνωρίζει, αυτός είναι ο Σοφός Βράχος.»

«Και που θα τον βρω;»

«Πρέπει να κάνεις μεγάλο ταξίδι Πλιφ. Πρέπει να κινηθείς ανατολικά για πολλές μέρες και νύχτες, και αν επιμείνεις, σίγουρα θα τον συναντήσεις.»

Ο μικρός Πλιφ άφρισε ζωηρά από την χαρά του όταν άκουσε για μεγάλο ταξίδι. Πίστευε πάντοτε πως για να ανακαλύψεις κάτι πολύ σημαντικό πρέπει να πας πάρα πολύ μακριά. Βλέπετε, δεν είχε καταλάβει ακόμη πως αυτό δεν ήταν σωστό.

Την επόμενη κιόλας μέρα, ξεκίνησε την αναζήτησή του. Μετά από πολλές μέρες πορείας προς την ανατολή, με τον άνεμο να μην είναι πάντοτε φιλικός, άρχισε να χάνει το κουράγιο του. «Δεν θα τα καταφέρω», έλεγε και ξανάλεγε. «Πρέπει να τα καταφέρω», πείσμωνε και ξαναπείσμωνε. Ώσπου ένα ξημέρωμα, εκεί που ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, βλέπει έναν τεράστιο όγκο να του κρύβει τον ήλιο.

«Σοφέ Βράχε!», φώναξε αφρίζοντας με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει. 

«Ποιος με ζητά;» του απάντησε η πιο βαριά φωνή που είχε ποτέ του ακούσει.

«Με λένε Πλιφ. Είμαι ένα μικρό κυματάκι με μια μεγάλη ερώτηση!»

«Μ’ αρέσει το θάρρος σου μικρέ! Η καρδιά σου είναι αγνή και δυνατή. Αν από εκεί έρχεται η ερώτησή σου, σε ακούω.»

Ο Πλιφ ένιωσε να πλημμυρίζει με ζεστασιά. Ο φόβος του χάθηκε και άφρισε δυνατά: «Εμείς τα κύματα ετοιμαζόμαστε για μεγάλο πόλεμο. Το κάθε κύμα κοιτάζει το δικό του αφρό και μαλώνει με όλα τα υπόλοιπα. Μας χωρίζουν οι αφροί μας. Όμως αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε. Υπάρχει κάτι άλλο που να μας ενώνει και δεν μπορούμε να το δούμε; Δεν μπορεί να μην υπάρχει…»

Ο Σοφός Βράχος σώπασε. Αν ο μικρός Πλιφ δεν ήταν τόσο κουρασμένος, ίσως να ένιωθε το πλατύ χαμόγελο του Βράχου. Πάντως η σιωπή του φάνηκε ατελείωτη. 

«Σοφέ Βράχε, θα μου απαντήσεις;» 

Κι εκείνος απάντησε τελικά, μα η φωνή του δεν έμοιαζε και τόσο πειστική. «Ο άνεμος βουίζει δυνατά γύρω μου. Δεν μπορώ να σε ακούσω καλά. Έλα πιο κοντά.» 

«Εδώ καλά είμαι;»

«Όχι, πολύ πιο κοντά…»

Ο Πλιφ πήρε φόρα, μα δεν υπολόγισε καλά τον δυνατό άνεμο. Μόνο την τελευταία στιγμή κατάλαβε πως δεν μπορούσε να σταματήσει εγκαίρως και… πλιφ, έπεσε με δύναμη πάνω στον πελώριο Βράχο! 

Για μια μόνο στιγμή βυθίστηκε προς τα κάτω και χάθηκε. Και αυτή η μοναδική στιγμή ήταν αρκετή. Έγινε Ένα με την τεράστια θάλασσα, ένιωσε έντονα το ίδιο το νερό και τις γιγάντιες δυνάμεις του. Αυτές που δημιουργούσαν όλα τα κύματα και τους ασήμαντους αφρούς τους. Όλοι τους ήταν η θάλασσα, όλοι πάντοτε ήταν νερό, μα δεν μπορούσαν να το δουν, να το νιώσουν. Ήταν σα να κοιμούνταν και να έβλεπαν εφιάλτη. Μα αυτός ήταν πια ξύπνιος. Αναδύθηκε, μια στιγμή αργότερα, σα να ξαναγεννιόταν. Το τέχνασμα του Σοφού Βράχου είχε πετύχει! Του έδειξε αυτά που δεν θα μπορούσε ποτέ να του πει. Γιατί δεν υπήρχαν λέξεις για να τα περιγράψουν.

Με την τελευταία σκέψη στο νου του, ο Πλιφ ευχαρίστησε σιωπηλά το Σοφό βράχο κι αποχαιρετίστηκαν. Μπορεί να μην τον ξανάβλεπε ποτέ, μα δεν στενοχωριόταν. Τους ένωνε πια η ανακάλυψη της αλήθειας. Όμως… σε όλο το δρόμο του γυρισμού, το καινούργιο  πρόβλημα που είχε προκύψει δεν τον άφηνε να ηρεμήσει. Πως θα εξηγούσε τα θαυμάσια πράγματα που ανακάλυψε; Ο Σοφός Βράχος του απέδειξε πως δεν μπορεί να μεταδοθεί με αφρισμένα λόγια η ουσία του νερού και η απεραντοσύνη της θάλασσας που τους ενώνει. Πως θα τους έδειχνε ότι στο βάθος τους είναι όλοι ένα; Τα κύματα ζούσαν μόνο στην επιφάνεια και είχαν πειστεί πως αυτό ήταν όλο. Κανείς δεν θα του έδινε σημασία. Κανείς δεν θα καταλάβαινε όπως εκείνος. Το πρόβλημα έμοιαζε τρομακτικό, και ο μεγάλος πόλεμος σχεδόν σίγουρος. Και ξαφνικά κατάλαβε το λάθος του. Σκεπτόταν όπως πριν! Χρησιμοποιούσε πάλι μόνο τον αφρό που χωρίζει. Έπεφτε συνεχώς στην ίδια παγίδα.

Άφησε τον αφρό του να ησυχάσει. Ένιωσε μέσα στην καρδιά του από νερό όλους του τους φίλους, τους γνωστούς του, ακόμη και τους αγνώστους! Είχαν όλοι το ίδιο πρόβλημα. Ήταν όλοι μπερδεμένοι. Δεν έβλεπαν καθαρά. Η καρδιά του γέμισε με απέραντη αγάπη και συμπόνια για όλα τα κύματα του κόσμου. Και η αγάπη του έγινε τόσο μεγάλη, τόσο απέραντη και δυνατή, που συνέβη ένα θαύμα: Η θάλασσα, η ατελείωτη και παντοδύναμη θάλασσα, τον άκουσε! Ένιωσε για πρώτη φορά πως το μικρό αυτό πρόβλημα στην επιφάνειά της ήταν σημαντικό κι έπρεπε να λυθεί. Κι έκανε κάτι απίστευτο. Για μια μόνο στιγμή έμεινε ακίνητη, σταμάτησε τις τρομακτικές δυνάμεις του νερού που σπρώχνουν τα κύματα και… ΠΛΙΦΦΦ, τα περισσότερα κύματα βυθίστηκαν στιγμιαία στο νερό και ξαναγεννήθηκαν με κατανόηση, όπως ο μικρός μας φίλος.

Μέσα σε μία μόνο στιγμή, η θάλασσα, από ορίζοντα σε ορίζοντα, πλημμύρισε από τόση αγάπη και καλοσύνη που δίπλα στο Σοφό Βράχο, βαθιά μέσα στο νερό, γεννήθηκε η πρώτη αμοιβάδα στη Γη. Έτσι, χάρη στην αναζήτηση του Πλιφ, μετά από πάρα πολύ καιρό, ξεκίνησαν να κολυμπούν στη θάλασσα και να περπατούν στη στεριά τα πρώτα ζωντανά πλάσματα. Όταν έγιναν αρκετά έξυπνα, άρχισαν με τη σειρά τους να πιστεύουν ότι είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Και για ακόμα μια φορά, οι τσακωμοί δεν είχαν τελειωμό…

Ευτυχώς, κάποια πολύ λίγα από αυτά, με κάποιο μαγικό τρόπο νιώθουν  βαθιά μέσα στην καρδιά τους ευγνωμοσύνη για τον φίλο μας. Για τη δημιουργία τους, αλλά και για την ελπίδα, χάρη σε κάποιο κρυμμένο μυστικό, να ζήσουν κάποτε ειρηνικά, με αγάπη κι ευτυχία. Γι’ αυτό τα πιτσιρίκια τους τρελαίνονται, χωρίς να καλοκαταλαβαίνουν τι κάνουν, να πλατσουρίζουν τα πόδια τους όταν βρίσκουν λακουβίτσες με νερό τις βροχερές μέρες, και να ακούγεται παντού: Πλιφ, Πλιφ, Πλιφ, Πλιφ!

           Και τα τρεχούμενα νερά τραγουδούν ακόμη, δίχως σταματημό, το μυστικό της ενότητας, το  κλειδί για την πόρτα πέρα από την αφροσύνη… 


Παναγιώτης Κωνσταντάκος

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Από κει που είσαι 7._


Ξεκίνα από κει που είσαι…

 

            Ζω στο Τώρα. Κοιτάζω γύρω μου. Βλέπω μορφές. Ζωντανές και μη. Υλικές.

 Χμμ… Τι είναι η μορφή;

 

         Μορφή είναι η έκφραση του παρελθόντος στο παρόν. Η ενέργεια υφίσταται στο παρόν, η διαμόρφωσή της στο παρελθόν (μορφογενετικά πεδία, μνήμη). Έτσι το παρελθόν «τρέφεται» από το παρόν. Συντηρείται. Αλλά και μεταβάλλεται. Τροποποιείται. Αναπαράγεται «διορθωμένο» (κι όμως, το παρελθόν αλλάζει!).

 

         Αφού βρίσκομαι στο παρόν, γιατί βλέπω μόνο μορφές κι όχι ελεύθερη ενέργεια; Γιατί δεν βλέπω απλά. Αναγνωρίζω. Συγκρίνω αυτόματα αυτό που κοιτάζω με ένα πρότυπο που έχω στη μνήμη μου. Στο Εγώ μου. Κι όταν συγκρίνω κάθε τι που κοιτάζω με ένα πρότυπο, το σημαντικό είναι το πρότυπο! Η επιβεβαίωσή του, η συντήρησή του, η τροποποίησή του, η βελτίωσή του για να μπορεί να συνεχίσει… να συγκρίνεται αποτελεσματικά με τις νέες θεάσεις… και να τρέφεται από αυτές!

            

Οπότε δεν ζω στο παρόν! Ζω στο παρελθόν. Είμαι το παρελθόν! Είμαι… ένα πλοκάμι του (το Εγώ). Είμαι το αισθητήριό του στο παρόν…

Και νιώθω πως το παρόν… με κάποιο ακατανόητο τρόπο… με καλεί… να πάω μαζί του… να γίνω το δικό του αισθητήριο στο παρελθόν! Να συμβάλω στην ισορροπία.  Ένα αληθινό Κάλεσμα.

 

Πως; Μια ερώτηση από το παρελθόν… Η μνήμη πάντα λειτουργεί με μέθοδο, με πρόγραμμα. Ας συνεργαστώ μαζί της. Ας πάω με τα νερά της. Άλλωστε είμαι αυτή, και ξεκινάω από κει που είμαι.

 

           Αν δεν αναγνωρίζω; Μπορώ να κοιτάζω χωρίς να αναγνωρίζω; Να βλέπω τα πάντα σαν για πρώτη φορά; Δίχως πρότυπα, δίχως μνήμη, δίχως λέξεις; Να δω μια καρέκλα δίχως τη λέξη «καρέκλα»; Ίσως. Εσένα δίχως το όνομά σου και τις μνήμες που έχω για σένα; Χμμ… Δυσκολεύει το θέμα… Τον εργοδότη μου, σα να τον βλέπω για πρώτη φορά; Αδύνατο! Τον εαυτό μου, σα να υλοποιήθηκα μόλις τώρα; Πιο αδύνατο κι απ’ το αδύνατο θα μου πεις!

 

            Όταν κρίνω κάτι ως εύκολο ή δύσκολο ή αδύνατο, συγκρίνω πάλι με ένα πρότυπό μου. Ας σταματήσω να το κάνω. Όχι με απόφασή μου, αλλά με το αναπόφευκτο σταμάτημα που επιφέρει η επίγνωση του πως λειτουργεί η δομή!

 

            Άλλωστε, με τα εύκολα έχουμε τελειώσει εδώ και καιρό. Είδαμε και νιώσαμε το αδιέξοδο που μας οδήγησαν. Απαραίτητο ίσως για να γίνει η ανάγκη η καλύτερή σου φίλη. Η ανάγκη για κάτι αληθινά καινούργιο. Η ανάγκη να γίνει απλά και άμεσα αυτό που, έξω απ΄το αδιέξοδο (ή έξω απ’ την επίγνωσή του) αποκαλούσες αβίαστα δύσκολο…

 

             Πρόσκληση και πρόκληση καλέ(-η) μου φίλε(-η).

             Κοίτα γύρω σου: Ιδού η Ρόδος…



Παναγιώτης Κωνσταντάκος

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

Το Άγιο Δισκοπότηρο



Μια φορά κι έναν καιρό…

            Ο παππούς του τον κοίταζε αχόρταγα. Τον μελετούσε πάντα όταν έπαιζε κι έδινε σ’ αυτό όλη του την προσοχή και την αγάπη, σα να τον έβλεπε κάθε φορά για πρώτη φορά. Ένα τεράστιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, που δεν είχε να κάνει μόνο με την αστεία σκηνή που αντίκριζε: ένας πιτσιρικάς με μια κατσαρόλα στο κεφάλι να στριφογυρίζει ένα κοντό ξύλο με πάθος κι επιδεξιότητα, ίδιος ο βασιλιάς Αρθούρος!

           Του ήρθαν αμέσως στο μυαλό τα παιδικά του χρόνια. Όμως δεν έπεσε στην παγίδα. Ήταν πολύ προσεκτικός για να αφεθεί στη δίνη του παρελθόντος. Απλώς παρατήρησε για ακόμη μια φορά το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. Ο δικός του και του εγγονού του.

           Όταν το παιχνίδι δεν κατάφερνε πια να απορροφήσει όλη την ενέργεια του μικρού, η μάχη σταμάτησε απότομα και η υπόσχεση μιας καινούργιας ανακάλυψης αναδύθηκε ξαφνικά σαν από το πουθενά, όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν.

 

… ήταν ένας νεαρός ιππότης …

              «Παππού, υπάρχουν ιππότες σήμερα;»

Ο παππούς ξαφνιάστηκε. Δύσκολο ερώτημα. Ήξερε καλά πως για να απαντήσεις σωστά και απλά σε ένα μικρό παιδί, έπρεπε να γνωρίζεις ένα θέμα σε βάθος, να έχεις νιώσει την αλήθεια του, την ουσία του. Αλλιώς, ο μπαγάσας, θα σε έπαιρνε χαμπάρι! Άλλωστε, ήταν μια υπέροχη ευκαιρία να βρουν μαζί την απάντηση σε ένα σημαντικό ερώτημα που δεν θα έθετε ποτέ ένας μεγάλος. Προσπερνώντας τη θλίψη της τελευταίας σκέψης, του απάντησε.

           «Χμμ… να ένα ωραίο ερώτημα που δεν ξέρω την απάντησή του. Θες να το ψάξουμε μαζί; Σε προειδοποιώ πως θα δυσκολευτούμε πολύ.»

                 «Αχ παππού, είμαι απλώς μικρός, όχι χαζός! Θα τα καταφέρουμε!»

           «Χα χα χα», και η κοιλιά του παππού τραντάχτηκε για τα καλά από τα γέλια. «Τέλεια απάντηση μικρέ. Και τώρα πρόσεξέ με καλά…»

      Και η περιπέτεια ξεκίνησε…

                «Η λέξη “ιππότης” προέρχεται από τη λέξη “ίππος”, δηλαδή άλογο. Τα πολύ παλιά χρόνια γίνονταν πολλοί πόλεμοι και οι άνθρωποι ήταν πολύ φτωχοί. Από τους πολεμιστές, ελάχιστοι είχαν άλογο. Αυτό τους έκανε να ξεχωρίζουν στις μάχες με τις πολλές τους νίκες και να αποκτούν φήμη. Έτσι τους ονόμασαν ιππότες».

            «Μα παππού, σήμερα κανείς δεν καβαλάει άλογο στην πόλη μας, οπότε δεν υπάρχουν πια ιππότες…»

                «Μην βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Η απογοήτευση θολώνει τη σκέψη σου. Ας συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει. Στο άλογο. Και τι σημαίνει “άλογο”; Η λέξη βγαίνει από το α + λόγος, δηλαδή είναι αυτό που δεν μιλά, που δεν χρησιμοποιεί λέξεις, που δεν σκέπτεται, κι όμως είναι πολύ δυνατό. Είναι το ένστικτο. Αυτό που εμείς οι μεγάλοι λέμε “ασυνείδητο”. Οπότε: ιππότη δεν ονομάζουμε μόνο τον καβαλάρη που ελέγχει το άλογό του, αλλά, κατά μια έννοια, και τον άνθρωπο που ελέγχει τις βαθύτερες δυνάμεις του μυαλού του».

                 «Και το σπαθί του;»

            «Το σπαθί του είναι η σκέψη του. Η σκέψη ορίζει, χωρίζει και περιορίζει, αλλά αυτό θα το καταλάβεις καλύτερα όταν μεγαλώσεις λιγάκι ακόμη. Αρκεί να θυμάσαι πως, όπως οι παλιοί φημισμένοι πολεμιστές έβγαζαν το σπαθί τους από τη θήκη μόνο όταν ήταν αληθινά απαραίτητο, έτσι κι ένας σημερινός ιππότης χρησιμοποιεί τη σκέψη του μόνο όταν πρέπει, στον φυσικό της χώρο, στα υλικά προβλήματα».

                «Δηλαδή υπάρχουν και σήμερα ιππότες παππού! Γιούπιιιι!»

                «Χα χα χα, το ήξερα πως θα χαρείς».

               Κι ο χορός με την κατσαρόλα και το ξύλο ξεκίνησε πάλι με ακόμη περισσότερο κέφι.

 

… που με τη βοήθεια ενός φλογερού δράκου …

           Ξαφνικά ο μικρός κοκάλωσε. «Κι ο δράκος που φυλάει το θησαυρό; Υπάρχει κι αυτός;»

             Τα μάτια του παππού γυάλισαν και το στόμα του άνοιξε μια πιθαμή. Πριν προλάβει να απαντήσει, ο μικρός ρώτησε ξανά. «Τι σημαίνει δράκος παππού;»

            «Χμμ… Βλέπω πως έμαθες κιόλας πώς να ξεκινάς μια σοβαρή έρευνα! Εγώ στην ηλικία σου δεν έλεγα καλά καλά το όνομά μου!» είπε ο παππούς και γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους. Δεν ήταν όμως αλήθεια. Ο πιτσιρίκος του έμοιαζε πάρα πολύ. Και στο μυαλό, και στην καρδιά.

        «Δράκος, είναι αυτός που βλέπει πολύ καλά, καθαρά, με διαύγεια, δίχως μπερδέματα και σκοτούρες. Είναι η ματιά που καίει όλα όσα σε εμποδίζουν να κατανοήσεις. Γι’ αυτό και οι δράκοι των παραμυθιών βγάζουν φλόγες από το στόμα τους.»

               «Αυτός, δηλαδή, είναι ο θησαυρός που βρίσκει ο ιππότης παππού;»

             «Εεε… δεν το είχα ποτέ σκεφτεί έτσι… Έχεις δίκιο. Άλλωστε, δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο από μια καθαρή ματιά, από ένα μυαλό που δεν είναι μπερδεμένο, σε σύγχυση».

            «Και τι κοιτάζει καθαρά ο ιππότης παππού; Αυτές τις βαθύτερες δυνάμεις του μυαλού που μου είπες πριν; Αυτά είναι τα εμπόδια παππού;»

              Κοίταξε τον μικρό έκπληκτος και δεν πίστευε ούτε στ’ αυτιά του, ούτε στα μάτια του! Του έμοιαζε τόσο πολύ… Κάτι πολύ περίεργο συνέβαινε εδώ…

             «Ναι, μικρέ μου φίλε. Οι δυνάμεις του παρελθόντος. Οι δυνάμεις της μνήμης. Της ψυχολογικής μνήμης, που είναι εμπόδιο για την κατανόηση».

 

… έσωσε έναν γηραιό πρίγκιπα.

          «Ξέρω παππού. Ξέρω. Όπως όλα αυτά που θυμάσαι από τον πόλεμο παππού. Είναι συνέχεια στο μυαλό σου. Δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς τις νύχτες και σου κλέβουν τα χαμόγελα τις μέρες. Σε έχω δει πως κοιτάς το παράσημό σου παππού. Δεν θες να το βλέπεις… Πέτα το παράσημο παππού. Άφησε τις μνήμες να σβήσουν. Μην τις θρέφεις. Η αλήθεια είναι εδώ και τώρα, σε σένα και σε μένα κι όχι στο παρελθόν. Μην το κρατάς άλλο. Άφησε την αγάπη να γεννηθεί στην καρδιά σου, άφησε τον ιππότη, το άλογο, το δράκο και το θησαυρό να γίνουν όλα  Ένα. Στο Τώρα είναι Ένα.»

            Τα δάκρυα της κατανόησης ξέπλυναν τις πληγές και σιώπησαν το μυαλό. Ο μικρός έτρεξε αυθόρμητα στον παππού του κι έχασαν και οι δυο τους εαυτούς τους μέσα σε μια σφιχτή αγκαλιά όλο φως.

            Ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι. Για λίγο δεν ήξερε που βρισκόταν. Μόνο για λίγο. Ήταν όνειρο. «Εγώ ήμουν», μονολόγησε. Όμως οι λέξεις του φάνηκαν ασήμαντες, ψεύτικες. Τις άφησε να φύγουν. Κοίταξε με λαχτάρα έξω απ’ το παράθυρο. Τα δέντρα έλαμπαν στο φως του ήλιου, με τα ολοζώντανα φύλλα τους να παιχνιδίζουν φτιάχνοντας μυριάδες αποχρώσεις του πράσινου. Και οι σκιές αντιστάθμιζαν την έλλειψη χρώματος με μια αέναη κίνηση πολύπλοκων μαγικών σχημάτων. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Ήταν η πρώτη καινούργια μέρα εδώ και πολλά, ατελείωτα, χρόνια.


Παναγιώτης Κωνσταντάκος