Ένα παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά...
«Δεν πάει άλλο μ’ αυτόν τον ανόητο χορό, δεν αντέχω άλλο την κάψα του Ήλιου, πρέπει κάτι να κάνω», έλεγε όλο και πιο συχνά. «Πρέπει να βρω κάτι που να αξίζει πραγματικά, πρέπει να βρω την αγάπη!» έλεγε και ξανάλεγε κι ένοιωθε την καρδιά του όλο και πιο άδεια.
Ένα πρωινό, πήρε την απόφασή του. Θα ξεκινούσε μία αναζήτηση. Την αναζήτηση της αγάπης. Από πού να ξεκινούσε; Δεν είχε ιδέα. Σίγουρα πάντως θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από τον Ήλιο. Βλέπετε, ο Ήλιος τον τραβούσε με τρομερή δύναμη καταπάνω του και μόνο ο τρελός του χορός τον έσωζε από την καταστροφή.
Η φίλη του η Αφροδίτη η κοκέτα περνούσε από κοντά του κοιτάζοντας, όπως πάντα, τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το ύφος της μαρτυρούσε την ικανοποίησή της.
«Ε, Αφροδίτη, ε, μ’ ακούς;» της φώναξε ο Έρμης.
«Δεν βλέπεις ότι είμαι απασχολημένη;» του απάντησε η Αφροδίτη με αυστηρή φωνή.
«Χρειάζομαι βοήθεια. Πρέπει να ξεφύγω απ’ τον Ήλιο. Πρέπει να βρω την αγάπη!»
«Τρελάθηκες τελείως; Τι είναι αυτά που λες;»
«Μιλάω σοβαρά και θα το κάνω είτε με βοηθήσεις, είτε όχι.»
Η Αφροδίτη ανησύχησε πολύ. Ο Ερμής έμοιαζε αποφασισμένος. Τότε, της ήρθε μια ιδέα. «Γιατί δεν συμβουλεύεσαι τη Γη τη Σοφή; Βέβαια, κοιμάται εδώ και πολλά χρόνια, μα είναι η μόνη που μπορεί να σε βοηθήσει. Έχω την υποψία πως δεν θα στενοχωρηθεί που θα την ξυπνήσεις. Να, θα σου δώσω μια σπρωξιά και θα την φτάσεις αμέσως.»
Έτσι κι έγινε. Η Αφροδίτη έσπρωξε δυνατά τον Ερμή, κι εκείνος βρέθηκε μεμιάς δίπλα στην κοιμώμενη Γη. Καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται, κάτι σκίρτησε μέσα στην καρδιά της Αφροδίτης. Ένοιωσε με σιγουριά πως έπαιρνε μέρος σε κάτι αληθινά σημαντικό, κάτι πολύ πιο γνήσιο από αυτό που θαύμαζε όλη τη μέρα στον καθρέφτη της…
Η Γη η Σοφή βρισκόταν σε λήθη. Μόνο που δεν ροχάλιζε δηλαδή, τόσο βαριά κοιμόταν! Ο Ερμής δίστασε, μα μόνο για μια στιγμή. «Ε, κυρία Γη, ξύπνα σε παρακαλώ, είναι πολύ σημαντικό». Η Γη σηκώθηκε με μια σπάνια ηρεμία. Στο κάτω κάτω της είχαν χαλάσει έναν ύπνο πολλών αιώνων και ο θυμός της θα ήταν δικαιολογημένος. Όμως δεν υπήρχε θυμός. Μόνο φροντίδα και καλοσύνη. «Μικρέ μου Ερμή, εσύ είσαι; Πως μεγάλωσες έτσι; Άσε με να σε καμαρώσω…»
«Αχ κυρία Γη δεν έχω χρόνο. Πρέπει να ξεφύγω από την δύναμη του Ήλιου. Πρέπει να πάω πολύ μακριά. Αναζητώ την αγάπη.»
«Ωωω, εσύ μεγάλωσες πάααρα πολύ τελικά! Ναι, θα σε βοηθήσω, αλλά πολύ λιγότερο απ’ όσο νομίζεις… Αλήθεια, πως έφτασες μέχρι εδώ;»
«Η Αφροδίτη μου έδωσε μία σπρωξιά και…» Τα μάτια του Ερμή ξαφνικά έλαμψαν και η Γη συμπλήρωσε: «Έτσι θα ταξιδέψεις. Θα συναντήσεις πολλούς συντρόφους στο ταξίδι σου. Αν τους κάνεις φίλους σου, θα θελήσουν να σε βοηθήσουν και να σε σπρώξουν πιο πέρα, ο καθένας στον επόμενο, ώσπου από μια απόσταση και μετά η δύναμη του Ήλιου θα εξασθενήσει τόσο πολύ που θα μπορείς να τη νικήσεις.» Και πριν ακόμη τελειώσει τη φράση της, του δίνει μια δυνατή σπρωξιά. «Επιτέλους, λίγη ζεστασιά στην καρδιά μου…» σκέφτηκε η Γη η Σοφή καθώς τον έβλεπε, λόγω της απόστασης, να γίνεται όλο και πιο μικρός.
Έτσι ο Ερμής συνάντησε τον Άρη τον θυμωμένο. Ο Άρης ήταν συνέχεια θυμωμένος. Τα αυτιά του και τα ρουθούνια του έβγαζαν μόνιμα καπνούς και τα φρύδια του ήταν συνεχώς προς τα κάτω. Με το που είδε τον Ερμή του φώναξε άγρια και δυνατά: «Φύγε από δω αμέσως. Ποιος σε κάλεσε στον τόπο μου;»
Ο Ερμής φοβήθηκε πολύ στην αρχή, μα μετά ένοιωσε έντονα τη θλίψη πίσω από το θυμό του Άρη. Και τότε κατάλαβε. Δεν είχε πολύ χρόνο, κι έτσι του μίλησε πολύ πολύ ευγενικά, μέσα από την καρδιά του: «Ξέρω γιατί είσαι πάντα θυμωμένος. Σου έχει μπει η ιδέα, βαθιά μέσα στο μυαλό σου, πως κανείς δεν θέλει να γίνει φίλος σου, ενώ αυτό δεν είναι αλήθεια. Στην πραγματικότητα, η ιδέα αυτή, μαζί με τον θυμό που προκαλεί, διώχνει μακριά όλους σου τους φίλους. Ε, λοιπόν, εγώ θα γίνω φίλος σου, όσο και να θυμώνεις!»
Ο Άρης τα’ χασε! Χαμογέλασε πλατιά και γίναν φίλοι παντοτινοί, αφού μ’ έναν μαγικό τρόπο ο θυμός του έφυγε μια για πάντα. Αφού του εξήγησε ο Ερμής τι ήθελε να κάνει, ο Άρης, που δεν ήταν πια θυμωμένος, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τον έσπρωξε τόσο δυνατά που παραλίγο να τον ρίξει πάνω στον Δία τον μπερδεμένο!
Ο Δίας, ο μπερδεμένος γίγαντας, ήταν τεράστιος κι επιβλητικός. Έμοιαζε πολύ παράξενος στα μάτια του Ερμή. Στην αρχή, ο Ερμής νόμιζε πως ήταν ιδέα του, μα σύντομα σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν. Μια έδειχνε χαρούμενος, μια λυπημένος, μια θυμωμένος, μια ευχαριστημένος. Σίγουρα πάντως δεν αισθανόταν πως κινδύνευε δίπλα του.
«Με λένε Ερμή και σε επισκέπτομαι σαν φίλος… μα… τι σου συμβαίνει;»
Χωρίς δισταγμό, ο Δίας του εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά του:
«Δεν ξέρω ακριβώς, μα, να, μια μ’ αρέσει κάτι, μια δεν μ’ αρέσει. Μια θέλω κάτι, μια δεν το θέλω… Κι όσο πιο πολύ το σκέπτομαι, τόσο πιο πολύ μπερδεύομαι!»
«Κατάλαβα τι σου συμβαίνει» είπε ο Ερμής. «Σκέπτεσαι πάρα πολύ, γιατί δεν έχεις αγάπη στην καρδιά σου. Κι εγώ την αγάπη ψάχνω που όλα τα διορθώνει μαγικά, μα για να την βρω χρειάζομαι ένα γερό σπρώξιμο.»
«Όταν τη βρεις, να μου δώσεις κι εμένα λίγη» είπε ο Δίας, που δεν ήταν πια μπερδεμένος, και τον σπρώχνει δυνατά με τις χερούκλες του.
Έτσι, συνάντησε τον Κρόνο, που έσπρωχνε με μανία το χρόνο. Του Κρόνου του άρεσαν πολύ τα χούλα χουπ. Τα γύριζε με δύναμη γύρω από τη μέση του, κι έτσι, μ’ έναν μαγικό τρόπο, έσπρωχνε τον χρόνο μπροστά! Ο Ερμής εντυπωσιασμένος του είπε το όνομά του και τον ρώτησε τι ακριβώς έκανε.
«Είμαι ο Κρόνος, ο κύριος του χρόνου. Εγώ σπρώχνω δυνατά το χρόνο μπροστά και μπορώ να διαβάσω με λεπτομέρειες όλο το παρελθόν. Ότι έχει συμβεί όλα τα παλιά τα χρόνια. Εγώ ξέρω τα πάντα. Πες μου τι ζητάς και θα στο δώσω.»
Ο Ερμής θαύμασε τη δύναμη, τη γνώση και τη γενναιοδωρία του Κρόνου, αλλά δεν μπορούσε να μην προσέξει την απέραντη θλίψη που κρυβόταν πίσω από τα μάτια του.
«Ξέρεις, ψάχνω κάτι που δεν μπορείς να μου δώσεις» του είπε με γαλήνιο ύφος.
«Ψάχνω την αγάπη. Η αγάπη δεν υπάρχει στον χρόνο, η αγάπη δεν υπάρχει στο παρελθόν, στη μνήμη, στα παλιά πράγματα. Η αγάπη είναι πάντα καινούργια, πάντα φρέσκια, ζωντανή…»
Τα μάτια του παντοδύναμου Κρόνου έλαμψαν με κατανόηση κι ελπίδα. Όλη η θλίψη είχε χαθεί στη στιγμή!
«Θέλω μόνο να με σπρώξεις πιο πέρα, μήπως και την βρω.»
Κι ο Κρόνος, που δεν έσπρωχνε πια με μανία το χρόνο, έσπρωξε δυνατά τον Ερμή φωνάζοντάς του: «Όταν βρεις την αγάπη, μη με ξεχάσεις, δώσε μου κι εμένα λίγη.»
Τότε συνάντησε τον Ουρανό, με τη μεγάλη φαντασία. Ο Ουρανός έπλαθε με το μυαλό του φανταστικές ιστορίες κι απέραντους κόσμους, που έμεναν όμως μονάχα στο νου του. Σκεπτόταν συνεχώς και δεν πρόσεχε ποτέ τι συνέβαινε γύρω του. Είδε απότομα τον Ερμή και ξαφνιάστηκε: «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε.
«Τώρα με είδες; Είμαι τόση ώρα εδώ και σε παρατηρώ. Με λένε Ερμή. Τι ακριβώς κάνεις;»
«Είμαι ο Ουρανός και πλάθω μια ιστορία» του απάντησε και την διηγήθηκε μονομιάς, με μια μόνο ανάσα! Ο Ερμής εντυπωσιάστηκε πολύ και τον ρώτησε: «Αφού φτιάχνεις τόσο όμορφές κι ατελείωτες ιστορίες, γιατί δεν χαμογελάς; Όση ώρα είμαστε μαζί δεν έχεις σκάσει ούτε ένα χαμόγελο.»
Ο Ουρανός έδειξε προβληματισμένος. «Δεν το είχα προσέξει. Η αλήθεια είναι πως δεν αισθάνομαι καλά εδώ και πολύ καιρό. Σαν να έχω ένα βάρος στην καρδιά μου…»
«Φταίει το ότι δεν έχεις αγάπη στην καρδιά σου Ουρανέ. Κι εγώ αυτήν ψάχνω. Μήπως μπορείς να με σπρώξεις παραέξω, εσύ που είσαι τόσο δυνατός; Η δύναμη του Ήλιου με τραβά ακόμη πίσω. Σου υπόσχομαι πως αν βρω την αγάπη, θα σου δώσω κι εσένα λίγη.»
Και ο Ουρανός, για πρώτη φορά στην ζωή του, έκανε κάτι χωρίς να το σκεφτεί. Έσπρωξε δυνατά τον Ερμή και του φώναξε : «Καλή τύχηηηη…»
Έτσι έφτασε και στον Ποσειδώνα, που όλα τα μετρούσε.
«Γεια σας. Είμαι ο Ερμής». Ο Ποσειδώνας, με το που τον είδε, πήρε μια μεζούρα και μια ζυγαριά. «Για ανέβα στην ζυγαριά» του είπε σκεφτικός. Ο Ερμής απόρησε, μα ανέβηκε. «Χμμ… ναι. Ωραία. Για να δούμε τώρα και το ύψος, και το πλάτος, και το φάρδος…» κι άρχισε να τον μετρά με τη μεζούρα!
«Μα τι κάνεις;» ρώτησε ο Ερμής.
«Είμαι ο Ποσειδώνας και σε μετράω.»
«Μα γιατί;»
«Για να σε γνωρίσω και να καταλάβω ποιος είσαι. Εγώ μετράω τους πάντες και τα πάντα. Έτσι τα κατανοώ.»
Τότε κατάλαβε ο Ερμής γιατί ο Ποσειδώνας του είχε φανεί από την πρώτη στιγμή μουτρωμένος και δυστυχισμένος. «Ναι, μα έτσι δεν θα γνωρίσεις ποτέ την αγάπη» του είπε. «Η αγάπη δεν μετριέται. Δεν είναι πολλή ή λίγη, μεγάλη ή μικρή, ψιλή ή κοντή, βαριά ή ελαφριά. Κι εγώ αυτήν ψάχνω. Η μόνη χάρη που θέλω να σου ζητήσω είναι ένα μικρό σπρώξιμο, μήπως και την βρω λίγο πιο πέρα από δω.»
Τα μάτια του Ποσειδώνα έλαμψαν για πρώτη φορά και δεν έμοιαζε πια δυστυχισμένος. «Φυσικά. Δώσε τα χαιρετίσματά μου στον Πλούτωνα». Κι ο Ποσειδώνας, που δεν μετρούσε πια, έσπρωξε με χάρη τον Ερμή στον πιο μακρινό σύντροφο της παρέας. Τον Πλούτωνα , τον πλούσιο.
Ο Πλούτωνας ζούσε σε έναν τόπο πολύ μακριά από τον Ήλιο. Έναν τόπο παγερό και σκοτεινό.
«Γεια σου, με λένε Ερμή», είπε ο Ερμής τουρτουρίζοντας από το κρύο.
«Γεια σου και σε σένα. Είμαι ο Πλούτωνας ο πλούσιος. Τι κάνεις εδώ, μέσα στην παγωνιά; Έλα στην σπηλιά μου να ζεσταθείς.»
Ο Ερμής, σαν μπήκε στη σπηλιά, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Αμέτρητοι θησαυροί, διαμάντια και χρυσάφια, ρουμπίνια και σμαράγδια, δεν τα χόρταινε το μάτι σου.
«Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησε ο Ερμής τον Πλούτωνα, κι εκείνος μίλησε με μία ψεύτικη περηφάνια, σαν κάτι να ήθελε να κρύψει…
«Αυτή είναι η δουλειά μου. Εγώ μαζεύω θησαυρούς. Όσο πιο πολύ μαζεύω, τόσο πιο ωραία αισθάνομαι.»
Ο Ερμής τον κοίταξε με φροντίδα και κατανόηση. Δεν τον εντυπωσίαζαν πια τόσο οι θησαυροί, όσο αυτό από το οποίο κρυβόταν ο Πλούτωνας. Κάτι ολοφάνερο, που μόνο εκείνος έκανε πως δεν το έβλεπε.
«Φίλε μου Πλούτωνα, μήπως νιώθεις μόνος; Μήπως γι’ αυτό μαζεύεις όλα αυτά τα γυαλιστερά αντικείμενα; Και φεύγει έτσι η μοναξιά;»
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Πλούτωνα, ο οποίος χωρίς δεύτερη σκέψη, αγκάλιασε σφιχτά το μικρό Ερμή.
«Εγώ ψάχνω την αγάπη» είπε ο Ερμής. «Μήπως μπορείς να μου δώσεις μια σπρωξιά; Έτσι θα ελευθερωθώ τελείως από τη δύναμη του Ήλιου και πετώντας μακριά, δεν μπορεί, θα την βρω!»
Ο Πλούτωνας δίστασε για λίγο και του είπε: «Μα είναι δυνατόν να βρεις την αγάπη, αυτό το υπέροχο θαύμα, στα τρομερά και παγερά σκοτάδια που υπάρχουν πιο πέρα; Καλέ μου φίλε, μπορεί να μην γνωρίζω την αγάπη, μα νιώθω σίγουρος ότι δεν θα τη βρεις εκεί. Αλήθεια… στην καρδιά σου έψαξες;»
Ο Ερμής ξαφνιάστηκε. Ήταν σίγουρος πως δεν είχε την αγάπη στην καρδιά του πριν ξεκινήσει το ταξίδι του, αλλά δεν είχε κοιτάξει εκεί από τότε. Και είδε πως ξεχείλιζε πια από αυτή!
Τότε κατάλαβε. Άπλωσε τα χέρια του ψηλά και άφησε τη δύναμη του Ήλιου να τον γυρίσει πίσω στη φυσική του θέση, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
Σε όλο το δρόμο του γυρισμού, ο Ερμής χαιρετούσε τους νέους του φίλους καθώς τους αντίκριζε ξανά, ξεκινώντας απ’ τον τελευταίο:
«Γεια σου Πλούτωνα, που δεν μαζεύεις πια»
«Γεια σου Ποσειδώνα, που δεν μετράς πια»
«Γεια σου Ουρανέ, που δεν ζεις μέσα στις ιστορίες σου πια»
«Γεια σου Κρόνε, που δεν σπρώχνεις τον χρόνο πια»
«Γεια σου Δία, που δεν μπερδεύεσαι πια»
«Γεια σου Άρη, που δεν θυμώνεις πια»
«Γεια σου Γη, που δεν κοιμάσαι πια»
«Γεια σου Αφροδίτη, που δεν λατρεύεις τον εαυτό σου πια»
Γεια σου εαυτέ μου, που δεν αναζητάς πια…
Ο Ερμής γύρισε στη θέση του, κοντά στον Ήλιο. Στον γνωστό του χορό. Τα βήματα ήταν ίδια, μα τώρα υπήρχε κέφι και χαρά. Ακόμη και το τσουρούφλισμα που ένιωθε του φαινόταν πιο ευχάριστο από ποτέ. Ίσως γιατί είχε γεννηθεί η αγάπη στην καρδιά του. Στην δικιά του και των φίλων του. Γιατί αποτελούσαν πια μια αγαπημένη παρέα, την παρέα του Ήλιου.
Και ζήσαν αυτοί… καλύτερα!
Παναγιώτης Κωνσταντάκος